Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 43 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Έπαιν. γυν. (Vuturo)

  • ράπτης
    ο, Σαχλ. N 278, Σαχλ., Αφήγ. 173, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 188r, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 18033, 1526 ιϚ́ 2, 1527 ιϚ́ 6· ράφτης, Ασσίζ. 104, 7313,7316, 32214, Gesprächb. 541041, Μαχ. 24627, 26035, 66613, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 10214, Σουμμ., Ρεμπελ. 170, Μπερτολδίνος 162· πληθ. ραφτάδες, Χρον. Τόκκων 1788.
    Το μτγν. ουσ. ράπτης (TLG). Ο τ. στο Meursius και σήμ. Η λ. και σήμ. (Μπαμπιν., Λεξ.).
    Επαγγελματίας τεχνίτης που ράβει ανδρικά και γυναικεία ενδύματα (για το πράγμα βλ. Κουκ., ΒΒΠ Β1 10): Αν γαρ ουκ εγυρεύετο ράφτης ποτέ στον κόσμον,| οκάποιας γειτόνισσας ρούχον να παρελύθη,| και παρευθύς να με έκραξεν: «μαστόρην και τεχνίτην,| να, κέντησε το ρούχον μου και περιμάζωσέ το» Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 161 χφ P κριτ. υπ.· Ώδε λέγει το δίκαιον περί του ράφτη οπού ράβγει τα ρούχα τους λας, και φεύγει με όλα τα ραψίματα, ομοίως και περί πάντων όλων των εργολάβων Ασσίζ. 32211· Λούσον αυτόν (ενν. τον ιέρακα) πάντοθεν μετά ύδατος χλιανθέντος, και κέντει το οίδημα ου μετά ισχύος βελόνῃ ραπτών Ιερακοσ. 4528· (εδώ με υποτιμ. διάθεση· πβ. και Κουκ., Ευστ. Λαογρ. Ά 396): μόν’ ετούτο έχει χάριν,| να γυρεύει (ενν. η γυναίκα), ποίο να πάρει,| και ας έν ράφτης ή τσαγκάρης| ή καμένος κατεργάρης Έπαιν. γυν. (Vuturo) 165. Ο τ. ως τοπων.: Πορτολ. A 22310, 11, 14, 15, 2243.
       
  • ράπτω,
    Προδρ. (Eideneier)2 Ά 46, Ιερακοσ. 48328, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 289, Βίος Αλ. 385, Ιμπ. 540, Δούκ. 41710, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 238, Θρ. Κύπρ. M 371, Μορεζ., Κλίνη φ. 15v· ράβγω, Μαχ. 54029· ράφτω, Ασσίζ. 7313, 16͵ 49431, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 289 κριτ. υπ., Sprachlehre 83 δις.
    Το αρχ. ράπτω. Ο τ. ράβγω (για το σχηματ. βλ. Συμεων., Ιστ. κυπρ. διαλ. 186-7· πβ. και Χατζ., Λεξ., λ. ράβκω) στο Meursius (γρ. ραύγειν) και σήμ. ιδιωμ. (Κωστ., Λεξ. τσακων., λ. ράβω, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., λ. ράβjω). Ο τ. ράφτω στο Βλάχ., στον Κατσαΐτ., Κλ. Ά 682 και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Καραν., Ιστ. Λεξ. Κάτω Ιταλ., Σακ., Κυπρ. Β́ 768). Το μέσ. ράφτομαι στο Somav. (λ. ράφτομαι). Η μτχ. ραμμένος στο Βλάχ. και σήμ. Τ. ράβω σήμ. Η λ. και σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ., λ. ράβω).
    Ά Μτβ. 1) α) Συνάπτω δύο ή περισσότερα τμήματα κάπ. υλικού με κλωστή: Πεντ. Γέν. III 7· β) συνδέω μεταξύ τους κομμάτια από ύφασμα με κλωστή· ράβω· (εδώ μπαλώνω): Εάν ...| οκάποιας καν γειτόνισσας ρούχον να επαρελύθην,| και παρευθύς να με έκραξαν: «δεύρο, τεχνίτα, δεύρο,| και ράψε το παράλυμαν, έπαρ’ το ράψιμόν σου» Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 164-1 χφ P κριτ. υπ.· γ) (μέσ., μεταφ.) δένομαι σφιχτά, προσκολλώμαι ισχυρά σε κ.: Το στέμμα το πρεπούμενον, εδ’ ας τ’ ακαρτερούμεν,| ραμμένοι με τα σίδερα, ώστε να μας το δώσουν Θησ. ΙΒ́ [866]. 2) Κατασκευάζω ένδυμα για κάπ. άλλο: Ώδε λέγει το δίκαιον περί του ράφτη οπού ράβγει τα ρούχα τους λας, και φεύγει με όλα τα ραψίματα Ασσίζ. 32211· Από πανίν ευγενικόν, ολόχρυσον καθόλου (παραλ. 1 στ.) ρούχα τού εκόψαν και έραψαν, τον Έκτοραν ενδύσαν Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7241. 3) (Προκ. για πληγή) ράβω, συνδέω τα άκρα (προκ. να επουλωθεί): Εάν ... πλήξῃ ο ιέραξ σφοδρώς ή γέρανον ή λαγωόν, και πληγῄ καὐτός υπ’ εκείνων, και διασχισθῄ το δέρμα αυτού, θεράπευε αυτόν ούτω. Αυτίκα μάλα ράψον την πληγήν ράμματι λινῴ μετά βελόνης, ῃ τας δοράς ράπτουσι Ιερακοσ. 4856, 7· Εάν υπό γεράνου πληγῄ (ενν. ο ιέραξ) ... σύμφυτον πρώτον προπάσας εις τον τόπον ράπτε αυτόν, τριγώνοις βελονίοις χρησάμενος και ράμματι εξ ερίου Ιερακοσ. 48325. 4) (Μεταφ.) επινοώ, μηχανεύομαι, σχεδιάζω κακό εναντίον κάπ.: Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 17621, Δούκ. 23118, Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 9824. φρ. ράπτω μηχαηνάς, βλ. Επιτομή, λ. μηχανή Φρ. Β́ (Αμτβ.) ασχολούμαι με το ράψιμο ή τη ραπτική τέχνη:  όλην την ημέραν (ενν. ο Σαρδανάπαλος) έστεκεν μέσα εις την κάμαραν με την φαμελίαν του να ηβλέπει να ράφτουν και να κεντούν και να γνέθουν και να κάνουν άλλα γυναικεία τίποτες Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 113 γή έραφτε γή έξαινε μαλλιά γή τη ρασέν επάτει| γή ολημερνίς την έβλεπες τη ρόκα της κι εκράτει Πανώρ.2 Β́ 95· Ουδ’ έπλυνε ουδ’ έραφτε ουδ’ έλασσε ποτέ τση (ενν. η Παρθένος)| κι ήσα τα ρούχα τση λαμπρά κι εστράφτα οι ποδιές τση Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4328.
       
  • ρόκα (I)
    η, Προδρ. (Eideneier)2 Ά 125, Ημερολ. 81, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 30, Συναξ. γυν. 338, Δεφ., Λόγ. 688, Δεφ., Σωσ. 270, Λεξ. Μακεδ. 144, Κακοπ. 103, Πιστ. βοσκ. Ι 1, 317, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [252], Διγ. O 2908, Μπερτολδίνος 94· ρόκκα.
    Από το υστλατ. ruccha (Du Cange, Lat.· βλ. Kahane, DOP 36, 1982, 141 και Kahane, Sprache 559)· πβ. και ιτα.λ. rocca (Battaglia) – βενετ. roca (Boerio). Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 77, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Η λ. στο Meursius (γρ. ρόκκα) και σήμ.
    Εργαλείο υφαντικής για το γνέσιμο, ηλακάτη: γή έφαινεν ως το βράδι (ενν. η μάννα σου)| γή έραφτε γή έξαινε μαλλιά ...| γή ολημερνίς την ήβλεπες τη ρόκα της κι εκράτει Πανώρ.2 Β́ 96· δεν εδόθηκε των γυναικών στρατεία,| πολέμους, μάχας να κρατούν· ότ’ είναι αταξία| να διηγείρουν πόλεμον, και να γενούν σερδάροι,| μόνε να ’πιχειρίζονται την ρόκα και λινάρι,| να κάθονται ’ς το σπίτι τους, να γνέθουν, να κεντούσι Ιστ. Βλαχ. 706· (συνεκδ.) βιοπορισμός από εργασία με ρόκα: Την δε βασίλισσαν την Ειρήνην την εξόρισαν εις την Μυτιλήνην και τόσον εγίνη πτωχή, ότι μόνον με τη ρόκα της έζησε και εις την εξορίαν της χρόνους εννέα Χρον. βασιλέων 903. Φρ. κάμνω την ρόκκα/ τας ρόκας = γνέθω: Ο Σαλαμούς … αγάπησεν μιαν αλλόπιστην και διά την αγάπην της εκείνης αρνήθην τον Θεόν και εδόξασεν τα είδωλα και έφερέν τον εις τόσον και ενδύνεν τον και εσκουφώννεν τον γυναικίσιμα και τάπισα επολόμαν τον να κάμνει την ρόκκα και έσυρνέ τον … ως γιον έναν αρνάκιν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 85· να γυρεύουν τας γυναίκας| οπού κάμνουσιν τας ρόκας Έπαιν. γυν. (Vuturo) 552.
       
  • ρουφιάνα
    η, Λέοντ., Αίν. Ι, 205, Μαλαξός, Νομοκ. 235, Κατζ. Γ́ 98, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 4138, Φορτουν. (Vinc.) Ά 43, 304, 317, 352, Γ́ 49· ροφιάνα.
    Από το ιταλ. ruffiana (βλ. Battaglia, λ. ruffiana1). Η λ. στο Somav. και σήμ.
    α) Προαγωγός, μαστροπός: Περί μαυλίστριας, ήγουν ρουφιάνας καλογραίας ή κοσμικής Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1197 ρμβ́ 1· Και αν με δει (ενν. ο ζουλιάρης άνδρας μου) ότι να μιλήσω,| γραίαν γυναίκα να αγαπήσω,| λέγει: «λείπε εκ την ροφιάνα| ότι κάμνει σε πουτάνα!» Έπαιν. γυν. (Vuturo) 471· Πουτάνα δίχως πονηριά, δίχως ονύχια η γάτα,| ρουφιάνα δίχως ψόματα, κακά τωνε μαντάτα! Κατζ. Ά 220· β) προξενήτρα: να πάγω το γοργότερο να βρω τη γρα μπουφούνα (ενν. την κερά Πετρού),| να του τη φέρω του νιανιά (ενν. του γερο-Λούρα), στο σπίτι να την πέψει,| σα λέγει, τση κερά Μηλιάς, να δει να τον παντρέψει (παραλ. 24 στ.) Μα ας πα να πηαίνω γλήγορα, μη λάχει να προβάλει| ο γέρος κι εύρει με εδεπά και τ’ άντερά μου εβγάλει,| να πα να δω μήπως και βρω αυτή τη γρα ρουφιάνα,| νά ’ρθει να τ’ αποσάσουσι όλα τα σάλια αυτάνα Φορτουν. (Vinc.) B́ 327· γ) (υβριστ.· εδώ προκ. για άντρες): Και τώρα δεν είναι άξιοι να παν εις τον εχθρόν τους (ενν. οι Αγαρηνοί)| από αδυναμίαν τως οπὄχουν στον σφιγμόν τους.| Ωσάν ρουφιάνες και κακές ..., αισχρόν εστίν το λέγειν,| τέτοιας λογής εις ακοήν τ’ όνομά τους εξέβη Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5821.
       
  • ρουφιανίτσα
    η· ροφιανίτσα.
    Από το ουσ. ρουφιάνα και την κατάλ. ‑ίτσα. Ο τ. από το ουσ. ροφιάνα (βλ. ά. ρουφιάνα).
    Προαγωγός, μαστροπός: Τότε εκείνη η μαννίτσα,| όπου έναι ροφιανίτσα,| λέγει: «Να σε τον χωρίσω| άλλον δεν θέλω να ποίσω»,| και «να πάρεις το προικίο σου| και να κάτσεις μοναχή σου» Έπαιν. γυν. (Vuturo) 574.
       
  • ρουφιάνος
    ο, Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1313, 1327, 1619, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 122, Κατζ. Β́ 272, 273, Γ́ 531, 539, Έ 278, Μπερτολδίνος 112, Στάθ. (Martini) Β́ 175, 195, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 567, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6096, 8146· ροφιάνος, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 647.
    Από το ιταλ. ruffiano. H λ. στο Meursius (γρ. ρουφιανός) και σήμ.
    Προαγωγός, μαστροπός: Ένας ρουφιάνος έστεκε έτιμως και ανεβάζει| την πραματείαν της Τάρσιας, εισμίον την αγοράζει| κι επαίρνει τη με τη χαρά, στο σπίτιν του να στρέψει,| και βάνει την εις το σκολειό, να του τα ξεδουλέψει Ριμ. Απολλων. (Κεχ.) 1295· (υβριστ.): ΚΑΤΖΑΡΑΠΟΣ: Τι θέλεις από μένα,| ρουφιάνε, κλέφτη φανερέ! ΜΟΥΣΤΡΟΥΧΟΣ: Ψόματα στο λαιμό σου,| ρουφιάνε απαρθινότατε...! Κατζ. Γ́ 537, 538.
       
  • ρυπώ,
    Διήγ. σεβαστ. Θωμά 261, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2893, 3055, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 448, Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 245.
    Το αρχ. ρυπόω - ρυπάω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr., Lex., στη λ.).
    (Μτβ.) βρομίζω, λερώνω: Αλλ’ ύπαγε εις την τέντα μου και φέρε μου ν’ αλλάξω| και τά φορώ τα ερύπησα εις το αίμα των ανθρώπων Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 1195· (μεταφ.): ως διά να σώσω την ψυχήν, οπού τοσούτους χρόνους| εμόλυνα, ερύπωσα με τρόπους αμετρήτους Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2305. Οι μτχ. ενεστ. και παρκ. ως επίθ. = α) βρώμικος, ακάθαρτος: Ο δε Έρμιππος υπήγεν κατά της ώρας και ήφερε τον Αίσωπον και τον επαρέστησεν έμπροσθεν του βασιλέως ρερυπωμένον και μουχλιασμένον από την αναλλαξίαν Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 1944· β) (μεταφ., προκ. για την ψυχή) αμαρτωλός: θωρών (ενν. ανδρόφονος κακούργος) τας χείρας εαυτού φονίους ῃμαγμένας,| το συνειδός ελέγχει τον, καν θέλει καν ου θέλει,| λοιπόν αναμιμνήσκεται και τόπου και προσώπου.| Ούτως εννόησον και συ περί ψυχής ρυπώσης Ντελλαπ., Ερωτήμ. 3094· Τότε η ψυχή εθυμώθηκεν προς το κορμίν και λέγει: (παραλ. 18 στ.) ώστε οπού να είμαι μετά σεν εγώ συνδεδεμένη,| ρερυπωμένη και σαπρά πάντοτε θέλω υπάρχειν Ντελλαπ., Ερωτήμ. 211. — Βλ. και ρυπαίνω.
       
  • σεντούκι
    το, Ασσίζ. 3307, 17, Σπανός (Eideneier) A 453, Χρον. Μορ. H 7060, Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 79, Φαλιέρ., Ιστ.2 732, Θησ. Β́ [737], Αλεξ.2 675, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 235, Πεντ. Γέν. L 26, Έξ. XXV 10, 22, XXVI 33, XXX 6, 26, XXXI 7, XL 20, Λευιτ. XVI 2, Αρ. III 31, IV 5, VII 89, Δευτ. X 1, 2, 3, 5, XXXI 9, 25, 26, Βυζ. Ιλιάδ. 146, Ιστ. πατρ. 1229, 1231, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1132, 10, 16313, Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 125, Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 168271, Αγαπ., Καλοκ. 344, Hagia Sophia ψ 6048, Ροδινός (Βαλ.) 129, 131· σενδούκι(ν), Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 17· σενδούκιν, Βυζ. Ιλιάδ. 138, 139· σεντούκι(ν), Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 40, Διήγ. Αλ. E (Lolos) 1539, 16, 1554, 11, Διήγ. Αλ. F (Lolos) 1528, 15, 16, 1544‑5, 12, 22, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 415, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 26, 1155· σεντούκιν, Ασσίζ. 7929, 30, 31, 802, 4, 5, 8, 10, 17, 18, 22, Χρον. Μορ. P 7060, 7789, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2096, 2106, Μαχ. 622, 32, 31838, Σφρ., Χρον. (Maisano) 2811, 12, 14, Βουστρ. (Κεχ.) 1741, Υγρομαντ. φ. 165r 9, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 103, 106, 116, Βυζ. Ιλιάδ. 142, 320· σεντούκι(ον), Παράφρ. Χων. (Νικήτ. Χων., Βόνν.), 129, 439 κριτ. υπ.· σεντούκιον, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 287.
    Αβέβ. ετυμ. Πιθ. αραβ. προέλ. (<αραβ. sanduq), βλ. Μηνάς, Γλωσσάρ. Ιτ.2 326, λ. σανδούκιον) ή από από τουρκ. sandık (<sanduk, βλ. Redhouse, λ. sandık· βλ. όμως και ιδιωμ. τουρκ. sanduk, Συμεων., Ελλην. 26, 1973, 161 σημ. 21)). Πβ. και λ. σάνδυξ στον Ησύχ. Ο τ. σενδούκι σε σχόλ. (TLG) και σε έγγρ. του 16. αι. (Γρηγορόπουλος 2715). Ο πληθ. σενδούκια σε σχόλ. (TLG) και τον 12. αι. (Act. Saint-Pantél. 737). O τ. σεντούκι(ν) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Ο τ. σεντούκιν σε σχόλ. (TLG), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 779, Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου). Ο τ. σεντούκιον τον 13. αι. (LBG, λ. σεντούκιν) και στο Meursius (βλ. λ. σεντούκιν). Πβ. και λ. σανδούκιον το 12. αι. (LBG), καθώς και σημερ. ιδιωμ. σαντούκιν (Παπαδ. Α., Λεξ.). Τ. σενδούκιον σε σχόλ., στο Du Cange (λ. σεντούκιν), τον 14.-15. (TLG, LBG, λ. σεντούκιν) και 18. αι. (Κομνηνού, Προσκυν. 69). Τ. σινδούκιον τον 14. αι. (LBG, λ. σεντούκιν). Πληθ. συνδούκια τον 11. αι. (TLG). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.· βλ. και LBG, λ. σεντούκιν.
    1) Κιβώτιο φτιαγμένο από διάφορα υλικά, συν. ξύλινο, για την αποθήκευση και μετακίνηση πραγμάτων: Κρόκους, πιπέρια, … νεράντζια και κούστους,| … σταφύλια και μούστους,| κίτρα και τα λεμόνια, κάστανα και φουντούκια,| όλα τούς τα γεμίζουσιν καφάσια και σεντούκια Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9292· ένα χρυσόν ποτήρι, ένα σεντούκι κυπαρισσένιον ή μαργαριταρένιον, ένα σπίτι από μάρμαρα καμωμένον, αν είχανε γλώσσαν ήθελαν ειπείν δίχως άλλο του τεχνίτου οπού τα έκαμεν: «Από σένα έχω το είδος και την μορφήν, αμή όχι την ύλην, και ευγενικότερον και τιμιότερον είναι εκείνο οπού έχω από του λόγου μου παρά εκείνο οπού έχω από του λόγου σου» Βουστρ. Μεταφρ., Περί αναβάσ. (Κακ.-Πάνου) 57· Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Έτσι κι εγώ όσο θωρώ κι αυξαίνουσιν οι χρόνοι,| τόσο γερώ, δε βλέπω πλια με όλη μου τη γνώμη. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ: Επήγα κι ηύρα τα καλά τα θαυμαστά γυαλιά σου| μεσ’ στο σεντούκι τ’ όφκαιρο εκείνα τα παλιά σου Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ελεάζ. 1530· Πώς εδιαγούμισεν την χώραν το φουσσάτο:| Άρχισαν ετσακίσασιν τα σπίτια, τα σεντούκια Χρον. Τόκκων 658· Εάν τύχει ότι μία νάβα ή καράβιν εύρει το ο κακός καιρός και κιντυνεύσει, και ρίψει απέ το γομάριν του, ... το εναπόμεινεν απέ το γομάριν του μέσα εις το καράβιν, ουδίχα τα ρούχα τά φορούν όσοι είναι απάνω, ή αν έχουν εις τα σεντούκια τους χρυσάφιν ή ασήμιν, όλα ταύτα να ψηφιστούν εις τιμήν και να μοιρασθεί απάνω σ’ όλα εις ράτα η ζημία Ασσίζ. 4716· είχαν τον πούντον διπλόν· ότι ομπρός είχαν έναν μικρόν, ο ποίος είχεν κοντά εις τον πούντον τον μέγαν έναν σεντούκιν γεμάτον πέτρες και εσοζύγαζεν· και το να ’ρταν Γενουβήσοι ν’ ανέβησαν, έπαιρνέν τον και έπεφτεν κάτω εις το χαντάκιν, και πάλε εστρέφετον ο πούντος Μαχ. 46027· ο άπιστος είναι τοιούτος, ώστε … όταν κοιμάται εις το κρεβάτι με την γυναίκα του, να την ερωτά συχνά αν έκλεισε το σεντούκι, και αν εβούλλωσε το κελάρι, και αν έβαλε τον μάνταλον της έξω πόρτας· και αν ειπεί η γυναίκα του: «Ναι, αυτά όλα τα έκαμα», αυτός πάλιν να μην πιστεύει, αλλά να σηκώνεται γυμνός από το στρώμα και ξεπόλυτος, ανάπτοντας λαμπάδα ή λύχνον, να υπάγει να τα ερευνήσει το καθένα, και έτσι μετά βίας να κοιμάται Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 129· Ο πτωχός ο άντρας της γροικώντα την ταραχήν άνοιξεν έναν σεντούκιν και εδωκεν μέσα. Τούτοι (ενν. οι Γενουβήσοι) ενέβησα και εγυρεύσαν απόθεν και αποκείθθεν οτόσον, ότι εγανακτήσαν πως ουδέν ευρίσκετον, και επήγαν και αννοίξαν το σεντούκιν και ηύραν τον Μαχ. 42817, 19· (συχν. για φύλαξη ρούχων): τα φουστάνια τα χρυσά βενέτικα ραμμένα| που τα ’χασιν οι άρχοντες σεντούκια γεμωσμένα·| τώρα οι Τούρκοι έχουν τα στ’ αμάξια φορτωμένα,| στα κάτεργα τα παίρνουσιν όλα κουβαλισμένα Θρ. Κύπρ. M 372· Να φυλάξεις ρούχα άβλαβα από βότριδα ...: Έχε μέσα εις το σεντούκι δύο κίτρα πάντοτε ή αψινθίας κορυφάς και, όταν ξηρανθούν, βάνε άλλα τρυφερά Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 259· (συχν. για φύλαξη χρημάτων): ετσακίζανε (ενν. οι Τούρκοι) τα σεντούκια των αρχόντων με τα τσεκούρια και ευρίσκανε πολλά φλωρία, νέα και παλαιά, βίον πολύ Χρον. σουλτ. 9222· Χρεία το λοιπόν, αν θέλει και ο πλούσιος να λάβει από τον Θεόν ελεημοσύνην, να σκορπίσει τον πλούτον του εις τους δεομένους, εις τους πτωχούς, και εις τες χήρες και εις τους ορφανούς, και να μην τον φυλάγει ανωφέλετον εις το σεντούκι Ροδινός (Βαλ.) 132· εις τα σεντούκια κείτουνται ασήμιν και χρυσάφιν,| δουκάτα και δηνέρια, εις πλησμονήν πολλάκις·| και πάλιν αποδύρουνται και κλαίουν, ως μη έχουν (ενν. οι πλούσιοι).| Μάλλον πολλάκις ο πτωχός, αν έχει δέκα γρόσια,| με προθυμίαν δίδει τα και μετ’ ευγνωμοσύνην Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 80· (για φύλαξη εγγράφων ή βιβλίων ): Η ταραχή ήτον πολλά μεγάλη· ο λαός της Αμοχούστου επήγα να χαλάσουν την λότζαν τους Γενουβήσους ... Και έδραξεν ο λαός το σεντούκιν των γραψιμάτων της λόντζας των Γενουβήσων και ετσακκίσαν το Μαχ. 31417· τα βιβλία άπρακτα κείτουνται στα σενδούκια·| εφθάρησαν εκ των σητών και υπό των σκωλήκων,| και είναι πράγματα αργά, χείρα ουδέν τα πιάνει,| ανάγνωσις δεν φαίνεται, διδασκαλία ουδόλως Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. Ι 17· (γενικ. για φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων): τους … σταυρούς …και τα ... καρφία και τον στέφανον έβαλέν τα εις το σεντούκιν, με τους β́́ σταυρούς εις το κάτεργον, και ανέβην η αγία Ελένη και ήρτεν εις την Κύπρον Μαχ. 618· Και ανοίξαν το έναν σεντούκιν και ηύραν έναν ρούχον χρυσόν χαρμίζε και έναν χρουσόν βένετον και πολλά ρούχα βιλουσένα και ασήμιν πολύν και πολλήν ζάχαριν τρίψητον, τα ποία εστιμίασαν δ́ χιλιάδες δουκάτα Βουστρ. (Κεχ.) 23010· Και τότες επήγαν εις το αμπέλιν του Χαρέρη, εις τον Άγιον Δομέτην, και επήραν του ιϚ́ σεντούκια ζάχαριν και άλλα πολλά πράματα Βουστρ. (Κεχ.) 1108· (εδώ για κηπουρικές εργασίες): Εάν δε πάλιν ορέγεσαι να τα κάμεις (ενν. τα αγγούρια) ... πρωιμότερα, βάλε εισέ κασέλαν, ήγουν σεντούκι, χώμα παχύ όταν περάσει ο χειμώνας και φύτευσε τον σπόρον, βάλε κοπρίαν κατά την τάξιν και πότισέ τες ολίγον και φύλαγέ τες μέσα εις το σπίτι έως την άνοιξιν και τότε, ... βάλε τες εις την γην με το χώμαν εκείνον επιδέξια να μη τες ξεριζώσεις Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 210· (εδώ προκ. για την κιβωτό της διαθήκης· βλ. και Έκφρ. 1): Και ήτον όνταν εσυνέπαιρνεν το σεντούκι και είπεν ο Μωσέ: «Σήκω, Κύριε, και να σκορπιστούν οι οχτροί σου και να φύγουν οι μισητάδες σου από ομπροστά σου» Πεντ. Αρ. Χ 35. 2) α) Φέρετρο: αντάν εκείνος επέθανεν (ενν. ο Αλέξανδρος ο Μέγας) οι μπαρούνηδές του εβάλαν τον εις ένα σεντούκιν χρουσόν και περνώντα να τον θάψουσιν πολλοί φιλόσοφοι έρκουντα τάπισά του κλαίοντα Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 91· β) οστεοθήκη: Όρισε (ενν. ο πρίγκιπα Γυλιάμος) κι επαρήγγειλεν, μεθ’ ότου αποθάνει (παραλ. 1 στ.) τα οστέα του μοναχά να βάλουσι εις σεντούκι| στον άγιον Ιάκωβον Μορέως, εκεί εις την Ανδραβίδαν,| στην εκκλησίαν, όπου έποικεν και έδωκεν στο Τέμπλο,| εις το κιβούριον, το έποικεν, οπού ήτον ο πατήρ του·| εις την δεξιάν του την μερέαν να ένι ο αδελφός του,| κι εκείνος να ένι αριστερά, και ο πατήρ του μέσα Χρον. Μορ. H 7789· (εδώ προκ. για λείψανα αγίων): μετά τιμής και ψαλμωδίας, κηρών τε και θυμιαμάτων έθεσαν τα δύο λείψανα (ενν. των πατέρων ημών Βαρλαάμ και Ιωάσαφ) εις τα δύο πολύτιμα και χρυσωμένα σεντούκια Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 16324· γ) τεφροδόχος: Με μοιρολόγια αρίφνητα, με θρήνος πονεμένον (παραλ. 2 στ.) εκαίγαν τα κορμία τωνε κι εις τέφραν τα ’ξορθώναν.| Την τέφραν τους εβάνασι...,| εισέ σεντούκια ολόχρυσα Θησ. Β́ [804]. Εκφρ. 1) α) Σεντούκι διαθήκη = η κιβωτός της διαθήκης: Την ώρα εκείνη εχώρισεν ο Κύριος το σκήφτρο του Λεβί να σηκώνει το σεντούκι διαθήκη του Κύριου, να στέκει όμπροστε στο Κύριο, να τον δουλεύγει και να βλογάει εις το όνομά του ως την ημέρα ετούτην Πεντ. Δευτ. Χ 8· β) σεντούκι της μαρτυριάς, βλ. Επιτομή, ά. μαρτυρία 4α έκφρ. 2) Σεντούκια και σεπέτια = τα πράγματα που ανήκουν προσωπικά σε κάπ. (βλ. και έκφρ. sandık sepet, Redhouse, λ. sandık): τότες επρόσταξεν αυτή η Ιουδήθ η νέα,| η Μαλτεζίνα, η σύμβιος Μοράτη βασιλέα,| να πάρουν την κατούνα της, σεντούκια και σεπέτια,| που ’χαν λογάριν άπειρον με μόσχους και ζαμπέτια.| Τρεις μήνες τα κουβάλησαν εις τα καράβια μέσα| παλτατζήδες κι οι αγάδες της εκεί κοιμώντο μέσα Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 721.
       
  • σηκοσκελίζω.
    Από το σηκώνω και το ουσ. σκέλος (Ανδρ., ΕΕΦΣΠΘ, 7, 1956, 17).
    (Προκ. για άνδρα) σηκώνω τα πόδια γυναίκας για τη σεξουαλική πράξη: Και όταν έλθει ο κακομοίρης,| ο γαμπρός και ο νοικοκύρης,| να την πιάσει (ενν. την γυναίκα) δια να πέσει| και να την σηκοσκελίσει,| τότε λέγει ότι πονεί Έπαιν. γυν. (Vuturo) 196.
       
  • σήμερον,
    επίρρ., Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 141, 379, Καλλίμ. 2016, 2017, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 345, Βέλθ. 52, Χρον. Μορ. H 1134, 4734, Φλώρ. 256, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 416, 432, Απολλών. (Κεχ.) 120, 659, 700, Λίβ. διασκευή α 93, 3458, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 347, Φαλιέρ., Ιστ.2 328, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 205, 206, 209, Λίβ. Va 1865, 2502, 3615, 3886, Μορεζ., Κλίνη φ. 419v, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 295r, 351v, Κυπρ. ερωτ. 9729, 1422, Πανώρ.2 Ά 68, 405, Κατζ. Πρόλ. 41, Πιστ. βοσκ. IV 3, 251, V6, 91, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 7, 10, Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 384, 429, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 9337, 9609, κ.π.α.· σήμερο, Ντελλαπ., Στ. θρηνητ. 349, Ριμ. κόρ. 721, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 12, 3169, 3699, 5214, Πεντ. Έξ. V 14, Πανώρ.2 Β́ 196, Γ́ 405, Έ 140, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 48, Κατζ. Β́ 98, Ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 209, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά 729, Θυσ. (Bakk.-v. Gem.) 92, 261, 281, Στάθ. (Martini) Πρόλ. 35, 37, Ά 218, 235, 271, Γ́ 438, Ροδολ. (Αποσκ.) Ά 48, Β́ 106, Γ́ 54, 536, Δ́ 168, 325, 348, 390, 422, Έ 427, Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 15, Έ 273, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά 53, Δ́ 261, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 53217, 54015, κ.α.· σήμμερον, Μαχ. 3220, 28, 61023.
    Το αρχ. επίρρ. σήμερον. Οι τ. σήμερο (Andr., Lex., στη λ.) και σήμμερον (Λουκά, Γλωσσάρ., Σακ., Κυπρ. B́ 780) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ.) και στην έκφρ. την σήμερον ημέρα στο Somav. (λ. σήμερα) και σήμ.
    1) Σήμερα, αυτή την ημέρα σε αντιδιαστολή προς το χθες και το αύριο: Ήμουν εχθές εις την άβυσσον και εις άδην επερπάτουν| εκ της οργής σου το άπειρον ...·| και παρ’ ελπίδα σήμερον ... ανέβην| απέσω απέ την άβυσσον Λίβ. διασκευή α 2198. 2) Στην παρούσα χρονική περίοδο, στο τρέχον χρονικό διάστημα: Σήμερον τα βλέπεις τόσα,| και αύριο μόνον άλλα τόσα! Έπαιν. γυν. (Vuturo) 25· Πασάδες τρεις και τέσσαρους έχει τώρα μαζί του (ενν. Χασάν πασιάς),| ... οπού βρίσκονται σήμερον στην βουλή του,| ... είτι να τους προστάξει Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8464· στην εποχή μας, στις μέρες μας: Το γένος ετούτο, ωσάν έγινε σήμερον (οϊμέ), δεν το σώννουν εκατόν Αριστείδαι Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 559· όλες οι χώρες σ’ επαινούν (ενν. Κρήτη), ότι ήσουν πλουμισμένη,| και σήμερον ευρίσκεσαι κακώς καταντημένη Διακρούσ. (Κακλ.) 1160. 3) Τώρα, αυτή τη στιγμή· για να δηλωθεί με έμφαση η κατάλληλη χρονική στιγμή: Τώρα είν’ καιρός εις το θρονί σήμερο να καθίσω,| κι αγάπη, εις τες σύγχυσες, στες χώρες να χαρίσω,| τώρα που βλέπω σκοτεινό τον ουρανό και τ’ άστρη,| που ’ναι ζηλειές και όχθρητες στες χώρες κι εις τα κάστρη Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 119· σε μεταφ. φρ. προκ. για την καίρια στιγμή μιας απόφασης ζωής και θανάτου: σήμερον εγεννήθημεν, σήμερον τελευτώμεν Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 332. 4) Ως τώρα: εδά θωρώ τόσος καιρός να διάβη, απάνω κάτω| δεκάξι χρόνους σήμερο και ουδεγουλιάς μαντάτο| ποτέ να μάθω εμπόρεσα Φορτουν. (Vinc.) Γ́ 646· έχω σήμερο τρεις τέσσερις χρόνους οπού την επορεύομαι (ενν. τη πραμάτεια) Κάστρο και Ρέθεμνος Σεβήρ.-Μανολ., Επιστ. 17131. Εκφρ. 1) Η/της/τῃ/τη(ν)/τηνς σήμ(μ)ερο(ν) και το ουσ. ημέρα που συν. ενν. = (α) η σημερινή ημέρα: έως ου στέκει ο κιβωτός στου Αραράτ το όρος,| θέλει στέκει το έπαινον της σήμερον ημέρας,| οπού μας θέλουν επαινεί όσοι να το ηκούσουν Χρον. Μορ. P 4745· (β) αυτή τη στιγμή, τώρα: Τούτη την ώρα θα τση πω τσι πόνους τση καρδιάς μου.| Έρωτα, εσύ την σήμερο βούηθησε τσ’ εμιλιάς μου Πανώρ.2 Γ́ 442· (γ) η τρέχουσα χρονική περίοδος· η εποχή μας (ήδη μτγν., TLG): είναι πολλοί, παιδάκι μου, τη σήμερον ημέρα| κι έχου στο στόμα το γλυκύ, φαρμάκιν εις τη χέρα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 141· τῃ σήμερον ως παρακολουθούσιν ημάς τα πράγματα, ου βασιλέα θέλει ημών η αρχή αλλ’ οικονόμον Ψευδο-Σφρ. 32020· εσηκώσαν τα (ενν. χωριά και άλλα εισοδέματα) οι ρηγάδες απέ τους επισκόπους ..., και ως την σήμερον έχουν τα και χαρίζουν τα τους καβαλλάρηδες Μαχ. 282· ορδινίασεν δέκα τζανούνηδες εις πάσαν μίαν επισκοπήν με τοιούτο να πλερώννουνται από το δέκατον της εκκλησίας· και είναι ως τηνς σήμμερον Μαχ. 2626. 2) Με τ’ αύριον, με το σήμερον ή με σήμερον, με (τ’) αύριον, βλ. αύριον 1) εκφρ. (2)· πβ. σήμ. έκφρ. με το σήμερα και με το αύριο (Κριαρ., Λεξ., λ. σήμερα). Έναρθρ. το σήμερο(ν) (πιθ. ήδη αρχ., Steph., Θησ.) =   α) τη σημερινή ημέρα: ό,τι κι αν είπες, τα παινώ, σαν πράματ’ αξιωμένα| που εμίλησες το σήμερο με θάρρος προς εμένα Ροδολ. (Αποσκ.) Έ 98· β) τώρα: εσύ ορανέ, το σήμερο πέσε και πλάκωσέ με Πανώρ.2 Έ 204· γ) στην εποχή μας: αυτός (ενν. ο πρεσβύτης) μπορεί ... βοήθεια να σας δώσει.| Μα πέτε του χαρίσματα πως δίδετέ του πλήσα,| γιατί κι αυτοί το σήμερο σαν όλους ακριβίσα Πανώρ.2 Δ́ 190.
       
  • σιτάριον
    το, Ασσίζ. 4512‑13, Σφρ., Χρον. (Maisano) 4616, Προσκυν. Κουτλ. 390 (Σινά) 1476, 16 Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 142, Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16025· σιτάρι, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 667, Byz. Kleinchron. Á́ 18426, 50730, 5807, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1262, Συναξ. γυν. 909, Ριμ. κόρ. Α 11, V 9, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 145v, 148r δις, Δεφ., Λόγ. 216, Πεντ. Γεν. XXVII 28, 37, XXX 14, Έξ. IX 32, Δευτ. VII 13, XII 17, XIV 23, XXVIII 51, XXXII 14, XXXIII 28, Πορτολ. Α 21032, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 1075, Παΐσ., Ιστ. Σινά 1303, 1321, Μορεζ., Κλίνη 481r, 481v, Ολόκαλος 123, 316, 363, 2505, Διήγ. εκρ. Θήρ. 11025, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 1198 ρμγ́ 2, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 8, 172, Διαθ. 17. αι. 657, 58, 116‑117· σιτάριν, Ασσίζ. 4513‑14 δις, 17, 19, 521, 5, 16125, 2443, 6, 30020, 3011, 4953 δις, 4, 7, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 134, Σαχλ., Αφήγ. 145, 147, Λιβ. Va 939, Μαχ. 52411, 26, Ch. pop. 49, Χούμνου, Κοσμογ. 173, 1790, Προσκυν. Λαύρ. Μ (Σινά) 8410, Προσκυν. Κουτλ. 390 (Σινά) 14713, Ανων., Ιστ. σημ. ρμά, Μορεζ., Κλίνη 480v, 481v, Κανον. διατ. Α 1059· σιτάρι(ο)(ν), Νεκρολ. φ.190r, Σουμμ., Ρεμπελ. 183, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 388, 573· στάρι, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1560, Έπαιν. Γυν. (Vuturo) 433, Byz. Kleinchron. Á 50730 κριτ. υπ., Αχέλ. 171, 1610, Παϊσ., Ιστ. Σινά (Βογιατζ.) 240, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 10339, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. ιγ́ 29, 30, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 24824, 2518, 36011, 3611, 3671, 4386, 5707, Διαθ. 17. αι. 157, 5134, 730, 47, 109, κ.α, 825, 944, 59, 90, κ.α, 1018, 1132· στάρι(ν), Χρον. σουλτ. 8532, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Γ́ 397· στάριν, Χούμνου, Κοσμογ. 1777, 1786.
    Η λ. στον Ιπποκράτη (Montanari, Λεξ.,TLG). Ο τ. σιτάρι σε έγγρ. του 12. (Caracausi), 14.-15. (TLG), 16. (Κασιμ., Έγγρ. 5 (83), 61 (141), 71 (152) κ.α., Μαράς, Κατάστιχο 149 Ά 25, 7, 693, κ.α., Β́ 86, 1147, κ.α., Γ́ 206 1629 κ.α.), 17. αι. (Πεντόγαλος, Παρνασσός 16, 1974, 51), στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. σιτάριν τον 9. αι. (TLG) σε έγγρ. του 14., 15. (TLG), 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Ά 220) και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., Σακ., Κυπρ. Β́ 784). Ο τ. στάρι (με συγκ. του ‑ι‑, βλ. Χατζιδ., Αθ., 23, 1911, 158) σε έγγρ. του 16. (Κασιμ., ό.π. 24 (103), 97 (181), κ.α.), 17. αι. (Ζερβογιάννης, Αμάλθ. 10, 1970, 157), στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. στον Ευστάθιο (TLG) και σε έγγρ. του 12. αι. (Caracausi)· βλ. και LBG.
    1) α) Μονοετές φυτό, είδος δημητριακού· το σιτάρι: είχεν υπάγει (ενν. ο Σαψών) εις τους Παλαιστίνους να πολεμήσει, και εκεί ηυρίσκει και είχαν θερισμένα τα σιτάρια τους ... Και ο Σαψών ... ανάφτει κερία ... και καίγονται όλα Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) 182r· Το σιτάριον γίνεται εις την παχείαν γην και εις τον κάμπον καλύτερον Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 139· ωσάν να κόπτει ο θεριαστής καλόν παχύν σιτάριν,| έτσε τους εκατέκοφτεν (ενν. ο Αχιλλεύς) και χορτασιάν ουκ είχεν Αχιλλ. L 444· β) ο σπόρος του σιταριού: και εις την ποδέαν του εβάσταζεν (ενν. ο γεωργός) σιτάριν διά σπόρον Λιβ. διασκευή α 1167· και το σιτάριν τό είχεν το κάστρον άλεσέν το (ενν. ο κοντοσταύλης) και έδωκεν το τους μαγκίπους και ’ποίκασιν ψουμίν Μαχ. 52230· στάρι, κριθάρι, φαγητά είχαν για την ζωήν τους Αχέλ. 253· Εγίνην μεγάλη πείνα εις τον κόσμον και εις την Μακεδονίαν επουλήθη το σιτάρι το οκτάρι δι’ άσπρα ρξ́ Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 24r. 2) Μονάδα μέτρησης βάρους (για το πράγμα βλ. Schilbach [Metrol.2 σ. 187, LBG, στη λ.]: Περί του λιτρισμού ... το εξάγιον έχει κουκία κδ́, το κουκίον έχει σιτάρια δ́ Metrol.2 13911.
       
  • σκάζω,
    Ιατροσ. κώδ. σνέ, Χρον. Τόκκων 773, 2543, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 433, 561, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 394, 618, Δεφ., Λόγ. 511, Κατζ. Έ 32, 33, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 199, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1654, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1733, 2028, 2382, 5106, 5108, μετά στ. 5840, 8154, 9712, 9724· σκω, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 350, Λίμπον. 289, Διακρούσ. (Κακλ.) 469, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 19710, 34411, 54116, Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 758· σχω, Σαχλ., Αφήγ. 315· γ’ εν. σκάζεται, Λίβ. Esc. 7.
    Από το αρχ. σχάζω με ανομ. σχ>σκ (Άμ., ΛΑ 6, 1923, 101, Χατζιδ., ΕΕΦΣΠΘ 1, 1927, 3, Τσοπ., Συμβολές Ά́ 183, 290). Ο τ. σκω (<αόρ. έσκασα αναλογ. προς τα εγέλασα-γελώ, εχάλασα-χαλώ κλπ.· βλ. Ανδρ., Λεξ., Χατζιδ., Γλωσσ. έρ. Β́ 577) στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Βλαστού, Συνών. 193)· πολλ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. Β́ 784, Παγκ., Ιδίωμ. Κρ.2 Έ́ 215, Ξανθιν., Λεξ. δυτικοκρ. ιδιώμ., Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ., Κόμης, Κυθηρ. Λεξ., Μηνάς, Λεξ. ιδιωμ. Καρπάθου, κ.α.). Ο τ. σχω, για τον οποίο βλ. Papadimitriu [Σαχλ., Αφήγ. σ. 158], στο Somav. Τ. σκάνω και σκάω σήμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.
    Ά́ Αμτβ. 1) α) Σχίζομαι, ραγίζω: διότι εάν δεν ήθελεν είσταιν το νερόν απάνω εις την γην να την ποτίζει, ήθελεν τριφτεί να ξεραθεί να σκάσει, ώσπερ ένα τσουκάλι αφόριον και διχώς νερόν οπού το βάνεις εις την ιστίαν και σκάζει, έτσι ήθελεν είσταιν και η γης Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 43r δις· Διά να ιατρεύσεις κρασί ξυνισμένον ... Ψήσε εις τον φούρνον ... στρογγυλές πέτρες οπού είναι εις τους ποταμούς, και άφες τες να κάμουν εις την φωτίαν έως να σκάσουν και τότε κοπάνισε, κάμε τες αλεύρι, βάλε το εις τον οίνον και ιάται Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 167· έβαλαν (ενν. οι Σαρακηνοί) σιδηρούς λοστούς κάτω από τας πορφυρένιας κολόνας, διά να ρίξουν την εκκλησία και να πάρουν το μάλαμα, αλλά, οικονομίᾳ θεού, μόνο οι κάτω κορυφές από τις κολόνες έσκασαν ολίγο και εκόπησαν κάτι τι μέρος Ιστ. Βατοπ. 39· (προκ. για κατολίσθηση βουνού): έσκασεν το βουνίν της Πλακούντος … και εσκέπασεν το χωρίον και εφονεύθησαν άνδρες τε και γυναίκες και νήπια Νεκρολ. φ. 166v· β) ανοίγω (κυρίως λόγω εσωτερικής πίεσης), παθαίνει ρήγμα η εξωτερική μου επιφάνεια και αποκαλύπτεται το εσωτερικό: Σκευασία του σερπετίου. Βράζομεν πρώτον τα δαμάσκηνα και τες σταφίδες έως ού να σκάσουν να γλυκάνει καλά· έπειτα τα στραγγίζομεν Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 79· εκρεμάσθη (ενν. ο Ιούδας) και κρεμαζόμενος έσκασεν εις την μέσην και όλα του τα σωθικά εχύθηκαν όξω Σανκταμαύρας, Πράξ. Αποστόλ. φ. 41r· «Τώρα ας ανοίξ’ η θύρα,| να μπει το κρούσος της φθοράς, της άβυσσου η μοίρα.»| Κι ευθύς να σκάσ’ η άβυσσος, να γένει μέγας κτύπος Δευτ. Παρουσ. 319· (σε παρομοίωση): Ας πούμεν άλλον τίβοτας να πάρω σαν αέρα,| διότι εις τέτοιον λογισμόν αν ήμουν όλη μέρα| ήθελα σκάσει στέκοντα σα σύκον ή πεπόνι,| ότι πολλά είναι αβάσταγοι οι απαπέσω πόνοι Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 259· (σε υπερβολή): οι πτωχοί είναι γυμνοί, είναι και πεινασμένοι,| και σεις χορτάτοι περισσά και παραμεθυσμένοι,| και σκάζει η κοιλία σας εκ την πολυφαγίαν Ιστ. Βλαχ. 2801· γ) εκρήγνυμαι: Και ο Κορνάρος Κατερής έπρεπε να κατέχει| σε σπίτι να φυλάσσεται, τα βόλια για ν’ απέχει. (παραλ. 2 στ.) Έπρεπε στο παλάτι του θωρώντας να γυρίσει| μπόμπες πολλές κι εσκούσανε, κι εκεί να σταματήσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 51112· δ) (προκ. για κύμα) χτυπώ πάνω σε κ. με δύναμη και θόρυβο και διαλύομαι: εις το γιαλό τα κύματα τα θυμωμένα σκούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Γ́ 48· τα κύματα να σκούσι| και με μεγάλη ταραχή οι ανέμοι να φυσούσι Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 217· το κύμα ήσκα κι άφριζε Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 272. 2) α) Πεθαίνω· (σε κατάρα): Όσο σε βλέπω, κάτεχε, περίσσα πρικαμένη,| τόσο μου κάνεις την καρδιά πασίχαρη και μένει·| μα κλαίγε και τα κλάηματα ποτέ σου μη σκολάσεις| κι απού την πρίκα το Θεό παρακαλώ να σκάσεις Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ 430· Και ημείς εκ την Κερκύρα| για ταυτόν τον Ταγιαπιέρα| τον Θεόν παρακαλούμε,| σε τιμήν να τον ιδούμε,| ως ορέγεται απατός του,| και να σκάσει (έκδ. σπάσει· διόρθ. Μανούσ., Αθ. 60, 1956, 388 σημ.) ο εχθρός του Τριβ., Ταγιαπ. 276· Ιδές πώς μου έφτυσες το μουστάκιον! Οϊμπό, άμποτες να σκάσεις εσύ! Μπερτολδίνος 111· β) (προκ. για ζώα) ψοφώ: ένας ζευγίτης ... ήταν ... αλατρεύων ... Και προς το μέσον της ημέρας έσκασεν το ένα βοΐδιον αυτού Βίος Φιλαρ. 239· το δε άλογον του Αλεξάνδρου ο Βουκέφαλος εννόησε το ταλαίπωρον ως άνθρωπος … και έσκαπτε την γην … και ωσάν έσκαψεν όσον να χώσει το κορμί του, έπειτα ανέβη εις υψηλόν τόπον και έριξε του λόγου του με δύναμιν και έσκασεν εκεί μέσα οπού έσκαψε διά να μην απομείνει έρημον χωρίς τον αυθέντην του Βίος Αλ.2 127· έσκασαν τα άλογά τως από την πολλήν καύσιν και δίψαν, ότι δεν ήσαν μαθημένα, πάρεξ να είναι εις τον ίσκιον και εις τον σταύλον Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 390. 3) (Μεταφ.) θλίβομαι, συγχύζομαι, στενοχωρούμαι υπερβολικά: Χαράν μεγάλην έποικαν μικροί τε και μεγάλοι| όσοι τον αγαπούσασι τον Πέτρον τον βοεβόδα,| και οι εχθροί εσκάσασι και κρύβουνται στα σπίτια Στ. Βοεβ. 24· τον πειρασμόν απόδιωξε και άφησ’ τον να σκάσει Διγ. Ο 116· Τότε έκλινε την κεφαλή, στον Άδη εκατέβη (ενν. ο Ιησούς),| τες πόρτες εκουρκούνισε και οι μάνταλοι εσπάσα,| ο Άδης εταράκτηκε κι οι δαίμονες εσκάσα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3719· (συχνά σε πλεονασμό με τα ρ. πλαντάζω, πλήσκω, ρανίζω, κλπ.· πβ. νεοελλ. φρ. σκάζω και πλαντάζω): τους εχθρούς ενίκησεν και σκάζουν και πλαντάζουν Στ. Βοεβ. 44· Ανάθεμά σε για καιρός! Τάχα σε κόσμον άλλο| να δοκιμάζουσι καημό τέτοιας λογής μεγάλο; (παραλ. 2 στ.) Θωρώ το και πρικαίνομαι, πλαντώ και σκω περίσσα,| γιατί θυμούμαι άλλη φορά κι έτσι ποτέ δεν ήσα Στάθ. (Martini) Ά́ 79· φοβάται και πρικαίνεται, μανίζει, σκα και πλήσκει| κι ανάπαψη στον λογισμό ... δε βρίσκει Ροδολ. (Αποσκ.) Ά́ 723· η χώρα ήκανε χαρές, άφτε φωτοφανίες,| να φαίνεται πως έλαβε ο Τούρκος εζημίες·| καμπάνες να σημαίνουσι, τες ρούγες να στολίζου,| οι Τούρκοι για να το γροικού, να σκούνε, να ρανίζου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 38212· το πώς δεν κάνουσι πουγγί ετρώγουντα κι εσκούσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 56322. 4) Σταματώ να μιλώ, σωπαίνω: Αυτά έλεγεν ο Αυρηλιανός. Και επρόβαλέν του (ενν. του αγίου Μάμαντος) αυτά τα δύο, φοβερισμούς και ταξίματα, ή να σκάζει, και να φοβερίσει τον νέον με τες φοβέρες, ή να τον καταπείσει με τα ταξίματα, και να αχαμνύνει την ανδρειωμένην του γνώμην Ροδινός (Βαλ.) 211. Β́ (Μτβ., μεταφ.) ταλαιπωρώ, στενοχωρώ πολύ κάπ.: Δε θα μαλώσω, δε φελώ, κι άσι με, μη με σκάσεις! Κατζ. Β́ 64. Φρ. 1) Σκάζω από τα γέλια/από το γέλασμα = γελώ υπερβολικά: αν εσύ είχες τα ιδεί, ήθελες σκάσει από τα γέλια Μπερτολδίνος 157· γροικώντας ετούτο ήτον σχεδόν να σκάσει από γέλασμα Μπερτολδίνος 111. 2) Σκ(άζ)ω από το κακό(ν) μου, από/εκ την χολήν (μου), αφ’ τον θυμόν (μου) = στενοχωριέμαι υπερβολικά, πνίγομαι από θυμό και στενοχώρια: σκα ’πό το κακό του Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 687· Τι να σας πω; Πολύν θυμόν έχω| που αφ’ τον θυμόν μου| … σκω από το κακόν μου Κονταράτος, Στίχ. πολιτ. 772· εσκούσαν από την χολήν, δεν είχαν τι να κάμουν Αχέλ. 764· κι ήσκαν ’κ την τόσην του χολήν, δεν έχοντα τό θέλει Αχέλ. 779. 3) Σκά(ζει) το ψυχό μου/η καρδιά μου = στενοχωριέμαι, θλίβομαι πολύ: έσω τους γαρ εκεί πολλοί εκ την τιμήν χαιρόνταν,| κι άλλοι απέ την εντροπήν, έσκαζεν η καρδία τους Θησ. Θ’ [516ΔΑΣΚΑΛΟΣ: μηδέ mia scientia πλιο μου να του τη βάλω| σαν πρώτας εις τον ομυαλό δεν είναι μπορετό μου (παραλ. 3 στ.) ΦΟΡΤΟΥΝΑΤΟΣ: Τάσσω σου πως scientia μηδέ ταλέντο πλιο σου| να μη μου βάλεις, γάιδαρε, αν ήσκα το ψυκό σου Φορτουν. (Vinc.) Á́ 379. 4) Σκάζουν λουμπάρδες/τζάκρες = πέφτουν κανονιές/σαϊτιές: Ο κόντος τες εσίμωσεν του πρίγκιπος τες κόκες,| μέσα τες εβιρίστησεν η εδική του η κόκα.| Πλώρες με πρύμες έσμιξαν, η κόκα με τες άλλες.| Λουμπάρδες, τζάκρες παρευθύς έσκασαν από μέσα,| οι τάρδες, τα καρέλλια ως η βροχή επίπταν.| Δεν δύνομαι να σε ειπώ το τι κακόν εγίνη! Χρον. Τόκκων 1878· 5) Σκάζω την λουμπάρδα/την τζάκρα = ρίχνω κανονιά/σαϊτιά· πβ. φρ. σκάει τη σφεντόνα του στο Βαλαωρίτη (Tarabout, Valaor. 348, 468): σημάδι να του κάμουν| την ώραν όπου να σεβεί εις το κάστρο ο Γιαγούπης· |να σκάσουν την λουμπάρδα τους, να ηκούσει ο δεσπότης Χρον. Τόκκων 2779· να σκάσουν τες λουμπάρδες, να ηκουστεί εις το έγκρυμμα Χρον. Τόκκων 3774· και πάραυτα ο Νικολής έσκασεν την τζάκραν και ... εδιάβην το πασανέττιν (ενν. του Γενουβίσου) και απόθανεν Μαχ. 45829.
       
  • σκέλι
    το· πληθ. σκέλια, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 65, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ιω. ιθ́ 31· πληθ. σκέλα, Hist. imp. (Iadevaia) IIc 997, 998· σχέλια, Μαχ. 60033.
    Από τον πληθ. σκέλη τα του ουσ. σκέλος και αναλογ. με το σχηματ. πόδι‑πόδια (σκέλη <σκέλια <σκέλι· βλ. Ανδρ., Λεξ., στη λ.). Ο πληθ. σήμ. λαϊκ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Παπαδ. Α., Λεξ., λ. #03κέλι, Μάνεσης, Λεξ. Μυκον. ιδιώμ., Pern., Ét. linguist. III 527)· βλ. και LBG (λ. σκελίον).
    Καθένα από τα κάτω άκρα του ανθρώπου, πόδι: Όμως ο Θεός ουδέν εβάσταξεν την πονηρίαν αυτού αλλά έστρεψεν θυμόν απάνω εις το κορμί του ...· μέσον εις το σκέλι του εξέβη πάθος και πρίσμα όπου ήτον όλον έλκος και έδιδέν τον όλον κεντισμούς και πόνους μεγάλους Hist. imp. (Iadevaia) IIa 288· Τσ’ αίγες θυμούμαι κι άρμεγε (ενν. η μάνα της Πανώριας) κάλλια παρά κιανένα·| πρίχου ν’ αρμέξω μιαν εγώ, δυο ’χεν αυτή αρμεμένα.| Ήρπα τη μεγαλύτερη, στα σκέλια τση έβανέ ντη|, τη μουσταρέ τσ’ απόσερνε ’πιδέξια κι άρμεγέ ντη Πανώρ.2 Β́ 101. — Βλ. και σκέλος.
       
  • σκέπη
    η, Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 3, Δ́ 642, Διάτ. Κυπρ. 50225, Ασσίζ. 4058, Μαχ. 37424, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 78 (έκδ. σκεπή· ορθότερη γρ. σκέπη κατά Wagn., Ριμ. Βελ. 78), Ιμπ. (Legr.) 216, Πένθ. θαν.2 613, Διήγ. Αλ. G 26917, Θρ. Θεοτ. (Bakk.) 87, Πεντ. Γέν. XXIV 65, Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 460, Αχέλ. 1709, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 531, Μορεζ., Κλίνη φ. 254r, Κατζ. Δ́ 439, Βίος Δημ. Μοσχ. 52, Χίκα, Μονωδ. 94, Εγκ. αγ. Δημ. 111238, Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. δ́ 11, Φορτουν. (Vinc.) Ιντ. γ́ 53, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 285, Γ́ 85, Μαρκάδ. 105, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 542, κ.α.
    Το αρχ. ουσ. σκέπη. Η λ. και σήμ.
    1) (Γενικ.) κάλυμμα, σκέπασμα α) είδος ενδύματος: όσες φορές έρχονταν ο βασιλεύς να τους ιδεί, ενδύνετον άσπρην σκέπην ψιλήν και εις το κεφάλι έβανε πανίον πολλά πολλά ψιλόν και αραιόν Hagia Sophia f 5909·   β1) κάλυμμα του κεφαλιού των γυναικών, μαντήλι, πέπλο: λεπτήν σκέπην επάνω| εις την κεφαλήν της θέτει (ενν. η Ελένη) Ερμον. Ι 166· αληθινόν τριαντάφυλλον το χέρι της εβάστα·| και ρούχα ολοκόκκινα και η σκέπη της ομοίως Λίβ. Va 817· Τότε εις το κεφάλι βάνει| σκέπη οδιά να τηνε πιάνει Έπαιν. γυν. (Vuturo) 78· β2) κάλυμμα του κεφαλιού, σκούφια, καπέλο: Η κίσσα ευθύς εγύρισεν, λέγει την πασιδόνα: «(παραλ. 8 στ.). Εκ την πτωχείαν τήν είχετε φορείς και μαύρην σκέπην| και ψυχικόν ποδήματα μαύρα …» Πουλολ. (Τσαβαρή)2 338· γ) υφασμάτινη ταινία ως κάλυμμα των ματιών: Έσυρνε και για συντροφιά ένα παιδί μικρούλι,| φορεί φτερά χρυσόλαμπρα, ήτον πολλά ’μορφούλι| και είχε ομπρός στα μάτια του μια μεταξένια σκέπη.| Εισμιό θωρώ και βγάνει τη και στέκει και με βλέπει.| Βαστά ταρκασοδόξαρο, σαῒτες πλουμισμένες … Φαλιέρ., Ενύπν.2 15· ΖΗΝΩΝ: Βλέπω … τη σκληρά όψη και μαυρισμένη| τ’ Αρμάκιου, που με δαίμονες στέκει και μ’ ανιμένει.| ΛΟΓΓΙΝΟΣ: Πού ’ναι; Πού στέκει; Τίποτας τ’ αμμάτι μου δε βλέπει.| ΖΗΝΩΝ: Έν’ την εκεί που καρτερεί! Τα μάτια σου έχου σκέπη; Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 128. 2) α) (Για οικοδόμημα) στέγη: οι αρειανοί έβαλαν φωτίαν και έκαψαν την σκέπην της αγίας αυτής εκκλησίας (ενν. της Αγίας Σοφίας) Hagia Sophia f 58314· ως είδαν και την ωραιοτάτην εκκλησία …, την εξεσκέπασαν οι άνομοι και εσήκωσαν εκείνη τη σκέπη τη χρυσοπάμφυλλο Ιστ. Βατοπ. 39· β) (εκκλ.) κιβώριο: ποίησον μετανοίας (παραλ. 1 στ.) της Αγίας ενώπιον Τραπέζης οπού βλέπεις,| ήτις παντοίας ευμοιρεί χρυσοσηρίκου σκέπης| και ίσταται εις τέσσαρα κιόνια θεμένη| λεπτά μαρμαροτόρνευτα περικεκαλυμμένη Παϊσ., Ιστ. Σινά 770. 3) (Μεταφ.) προστασία: μου επαράδωσε εις τον θάνατόν του και σπίτι και παιδία, διά να ευρίσκονται μικρά και ανήλικα, να τα έχω εις την σκέπην μου και να τα νουθετώ εις την αρετήν Μεταξά, Επιστ. 4736· δεόμεναι του παναγάθου Θεού να υγιαίνει η πανιερότης σου εις βοήθειαν και σκέπην του μοναστηρίου και ολωνών τωνε Επιστ. Ηγουμ. 1746· Μόλις τας χείρας, δέσποτα, φυγών των πολεμίων| ως προς την σκέπην ήλυθα της σης σκηπτροκρατίας Προδρ. (Eideneier)2 Δ́ 2· (συχνότ. για την Παναγία): Συ, των χηρών υπομονή, αντίληψις και σκέπη,| και των παρθένων καύχημα, στέφανός τε και τέρψις Εις Θεοτ. 24· Σε βοηθόν κεκτήμεθα, σκέπην και προστασίαν,| και διά Σου προς τον Θεόν έχομεν παρρησίαν Διακρούσ. (Κακλ.) 1369.
       
  • σκοπώ,
    Σπαν. A 558, Σπαν. B 194, Σπαν. V 123, Σπαν. V suppl. 7, Γλυκά, Στ. 432, Λόγ. παρηγ. L 503, Λόγ. παρηγ. O 635, Προδρ. (Eideneier)2 Ά́ 157, Δ́ 42, Βέλθ. 728, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 348, 4564, Ερμον. Ε 88, Χρον. Μορ. H 414, 6763, Χρον. Μορ. P 1654, Πουλολ. (Τσαβαρή)2 64, Σαχλ. Β́ (Wagn.) P 198, Σαχλ., Αφήγ. 84, Περί ξεν. (Μαυρομ.) 445, Λίβ. διασκευή α 266, 1029, Λίβ. Esc. 1720, Χρον. Τόκκων 84, Φαλιέρ., Ιστ.2 194, 209, Φαλιέρ., Λόγ. (Bakk.-v. Gem.) 144, Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 265, Μαχ. 1013, Δούκ. 24133, Θησ. Β́ [966], Γ́ [47], Θησ. (Foll.) I 22, Χούμνου, Κοσμογ. 338, Σκλέντζα, Ποιήμ. 1165, 167, Βουστρ. (Κεχ.) 1908, Αλεξ.2 1848, Συναξ. γυν. 138, Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 111, 112, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 219, Πεντ. Δευτ. XIX 19, XXXII 29, Αχέλ. 19, 301, Θρ. Κύπρ. Μ 493, Πηγά, Χρυσοπ. 134 (27), Ψευδο-Σφρ. 53220, κ.π.α.· β́ εν. πρόσ. ενεστ. σκοπάεις, Θησ. (Foll.) I 108.
    Το αρχ. σκοπέω. Τ. ασκοπώ σήμ. στην Κύπρο (Andr., Lex., στη λ., Σακ., Κυπρ. B' 788, λ. ’σκοπώ και ασκοπώ). Η λ. και σήμ. λόγ. (Μπαμπιν., Λεξ., ΧΛΝΓ).
    1) Βλέπω, κοιτάζω· παρατηρώ: τα ζώδια τα λαξευτά ου μη ’χα τα εσκόπουν!| Ει δε τα ζώδια εσκόπησα, τα γράμματα να μη ’δα Βέλθ. 434, 435· ηύραμεν την παράξενον την κόρην την Ροδάμνην| ως βίγλαν να καθέζεται και να σκοπεί τον δρόμον Λίβ. διασκευή α 3961· μέραν και νύκταν καρτερούν, την θάλασσαν σκοπούσιν,| πας κι ανεφάνει τίποτες βοήθειαν να δούσιν Θρ. Κύπρ. M 259· κυνηγοί εσκόπησαν τα φύλλα που εσούσαν| και έβλεπαν τα κλήματα τότε που εκουνούσαν Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 647· (αμτβ.): όσοι και αν τον έβλεπαν (ενν. τον Αχιλλέα), εστέκαν και σκοπούσαν Αχιλλ. L 817. 2) α) Εξετάζω, ερευνώ, μελετώ: το φύσει γαρ δίκαιον και το ευπρεπές εν τοις γάμοις σκοπούμεν, διά το του αίματος συγγενές Ελλην. νόμ. 56814· σκοπήσας (ενν. ο τύραννος) καιρόν απέκλεισε το πολίχνιον Δούκ. 26128‑9· ο φρόνιμος άνθρωπος πρέπει πρώτον να σκοπήσει το πράγμα πώς θέλει καταντήσει, έπειτα να το αρχίσει Νούκ., Μύθ. (Παράσογλου)Μη τα παρόντα καθοράς, αλλά το μέλλον σκόπει Γλυκά, Στ. 318· (αμτβ.): πρόσεχε πρώτον καλά και σκόπει,| και τότε γύρεψε καλώς να κάμνεις την φιλίαν Σπαν. A 194· ακριβώς γαρ σκόπησον και με βουλήν ερεύνα| αυτού όπου ακούμπησες κι ετάχθης να δουλεύεις,| έχε τιμήν … και καθαράν αγάπην Κομν., Διδασκ. Δ 115· β) βάζω κ. στο νου μου, σκέφτομαι: άλλον πάντα δε σκοπούσιν (ενν. οι γυναίκες),| μόνο να τες αγαπούσι| οι άνδρες, όταν τες θωρούσι Έπαιν. γυν. (Vuturo) 121· (αμτβ.): εσκόπησεν μικρούτσικον και ούτως απεκρίθην Χρον. Μορ. P 3454· Τούτην τους την απόφασιν εδιάλεξαν με πόθο,| και ως σώφρονες εκάμασιν, καθώς σκοπώ και γνώθω Αχέλ. 955· (μέσ.): Εις μοναξιάν εκάθομουν …| κι ώρες σκοπόμουν τι να ειπώ Ch. pop. 314·   γ1) εννοώ, καταλαβαίνω: Περί του εσχάτου θελήματος του ανδρός και της γυναικός ... και πώς εντέχεται καλά να σκοπήσουν και να ακούσουν την διαθήκην εκείνους τούς θέλου ... να τους αφήσουν τα πράγματα Ασσίζ. 12920· γ2) αντιλαμβάνομαι· υποψιάζομαι: εκίνησε να πιλαλεί (ενν. ο δράκος), απάνω μου να βγαίνει.| Κι εσκόπησά το πάραυτα το πως εχθρόν τον έχω| κι είπα: «Πριχού έρθει απάνω μου, ας πιλαλώ, να τρέχω» Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 23· Οι Φράγκοι ως χριστιανοί δόλον ουκ εσκοπήσαν,| επίστεψαν τον λόγον του Χρον. Μορ. P 76· ο καστελλάνος παρευτύς, ου μη σκοπώντα δόλον,| είπεν και υποσχήθη του να τον δεχτεί εις το κάστρον Χρον. Μορ. H 8237· δ) θεωρώ, νομίζω, πιστεύω: εσείς θεωρείτε, εβλέπετε τον αφέντην ετούτον,| όπου ήλθε εδώ εις τους τόπους σας όπως να τους κερδίσει·| μηδέν σκοπήσετε, άρχοντες, ότι διά κούρσον ήλθεν Χρον. Μορ. H 1616· Οι Τούρκοι ως τους είδασιν θαρσέα να σεβαίνουν,| εσκόπησαν ότι έρχονταν και άλλοι εξοπίσω,| και είχαν φόβον δυνατόν, έστεκαν θρηνισμένοι Χρον. Τόκκων 2412· ε) υπολογίζω, μετρώ: μέτρησε (ενν. συ, Δυστυχία) τα πράγματα και σκόπησε τους χρόνους| όσους με παραπίκρανες και γλυκασμόν ουκ οίδα Λόγ. παρηγ. L 616· Τόσα καλά ερμήνευσεν ο βασιλεύς την πόλιν,| όσον τεχνίτης ημπορεί· ου ’χώρει να σκοπήσεις| βασιλικούς αν έκτισε χίλιους οίκους και πλέον Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 1239. 3) Φυλάγω· προσέχω, φροντίζω: εκείσε άνωθεν λοιπόν κανδήλιν είν’ βαλμένον,| μέρα και νύκτα το σκοπούν να μην είναι σβησμένον Προσκ. Εθν. Βιβλ. 2043 210· (σε προστ. για προτροπή, παραίνεση· βλ. και ά. σκοπεύω σημασ. 2γ και σκοπίζω σημασ. 2β): σκόπει να ζεις ειρηνικά και χαίρεσαι τον κόσμον Σπαν. (Μαυρ.) P 313· Εγώ πατήρ σου ευρίσκομαι, εσύ δε πάλιν υιός μου·| σκόπα να είσαι απόκοτος, καλός, ανδρειωμένος Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 11310. 4) Σχεδιάζω· σκοπεύω: Έβαλεν και ομόσαν του κρυφίως εις το κελλί του| να κρύψουν τό τους θέλει ειπείν και να τον συνεργήσουν,| να ποίσει τό εσκόπησεν αν το καταυοδώσει Χρον. Μορ. P 8257· ο δεσπότης εσκόπησεν τον βασιλέα να βλάψει Χρον. Μορ. P 3480· Στρατιώτες, αρχοντόπουλα μάλλον και τζακρατόροι,| σκοπώντας και ελπίζοντας το ’μπόριον να κουρσέψουν … Χρον. Τόκκων 598. — Βλ. και σκοπεύω, σκοπίζω.
       
  • σκοτώνω,
    Προδρ. (Eideneier)2 Γ́ 268, Καλλίμ. 485, 564, 1094, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 113, 366, 872, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 7262, 7263, Ερμον. Ε 187, Κ 246, Υ 261, κ.α., Χρον. Μορ. H 632, Χρον. Μορ. P 3280, Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 1057, Σαχλ., Αφήγ. 234, Λίβ. Esc. 3920, Αχιλλ. (Smith) N 1119, 1571, Χρον. Τόκκων 2561, 3255, Παρασπ., Βάρν. C 201, Θησ. Β́ [674], Γ́ [42], Ί́ [941], Βουστρ. (Κεχ.) 12816‑17, κ.α., Λιβ. Va 1209, 3611, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 86, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 5094, Συναξ. γυν. 100, 215, 247, 250, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 713, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 314, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 6410, Διήγ. Αλ. F (Konst.) 1422, 161, 2512, Αχέλ. 1947, 2495, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 235, Χρον. σουλτ. 6417, 1429, Πανώρ.2 Β́ 459, 520, Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 546, Πιστ. βοσκ. IV 7, 71, Διγ. Άνδρ. 36729, 37117, 4012, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 4713, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 598, κ.α., Ροδινός, Ιγνατ. Παφλαγ. 6127, κ.α., Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 342, Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά́ [110], Γ́ [44], Έ́ [1125], Φορτουν. (Vinc.) Β́ 260, Δ́ 148, Δ́ 220, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 15, 107, Δ́ 373, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 2003, κ.α., Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 15322, 26, κ.π.α.· μτχ. ενεστ. σκοτώνων, Χρον. Μορ. H 4851· σκοτώννω, Φυσιολ. 37124, 3732, Μαχ. 1214, 46427, 6429, κ.α., Θρ. Κύπρ. M 229, 688, 691· προστ. ?σκότου, Hist. imp. (Iadevaia) I 972.
    Από το αρχ. σκοτόω (Ανδρ., Λεξ.)· βλ. και σκοτώ (ΙΙ). Ο τ. σκοτώννω και σήμ. ιδιωμ. (Σακ., Κυπρ. B́ 788, Παπαχριστ., Λεξ. ροδ. ιδιωμ.). Η λ. στο Meursius (σκοτώνειν), σε επιστ. του 15. αι. (Lefort, Documents 166, 1728), σε έγγρ. του 16. αι. (Μαράς, Κατάστιχο 149 Γ́ 28610), σε κείμ. του 18. (Ιστορ. Αθέσθη 872, Βενέρης, Χρ. Κρ. 1, 1912, 394, Ιατροσόφ. 18. αι. 148, 165) και του 19. αι. (Οικονόμου, Δωδώνη Ζ́, 1978, 260), και σήμ.
    I. Ενεργ. 1) Αφαιρώ τη ζωή κάπ. (κυρίως με βίαιο τρόπο), θανατώνω, φονεύω: να τηνε φαρμακέψει ή να βάλει να τηνε σκοτώσουν Μορεζ., Κλίνη φ. 241v· Εφόνευσεν ο Λίβιστρος, εσκότωσεν την γραίαν Λίβ. διασκευή α 4068· εκεί ’πεψαν τον δούλον τους διά να με σκοτώσει,| γυμνόν βαστάνει το σπαθίν να μ’ αποκεφαλίσει Απολλών. (Κεχ.) 726· Περί εκείνου του ανθρώπου οπού απηδά άλλου να τον δέρει ή να τον σκοτώσει Ασσίζ. 20431· (με σύστ. αντικ.): ότι σκοτωμό να τον σκοτώσεις, το χέρι σου να είναι εις αυτόν, εις την αρχή να τον θανατώσεις και χέρι ολουνού του λαού ύστερα Πεντ. Δευτ. XIII 10· (σε αναδίπλωση): και όλους τους αζάπηδες ...| εσκότωσαν και εκόψασιν, εφθείρασιν ως πάχνην Αργυρ., Βάρν. K 194· ο κλέπτης πάντα σκοτώνει και σφάζει Διήγ. Αλ. G 26327· πολλούς αιχμαλωτίσαν,| εκτός κεινούς που σκότωσαν, και το αίμα τους που χύσαν Κορων., Μπούας 62· (προκ. για αυτοκτονία): Όποιον δε έσυραν διά μετρίαν και ολίγην κλεψίαν και ούτος εσκότωσε του λόγου του, ου δημεύεται (ενν. η ουσία του) Zygomalas, Synopsis 133 A 65· (σε προσωποπ.): Ω θάνατε πρικύτατε οπού τους νιους σκοτώνεις,| και τα κοράσια τα έμορφα εσύ τα θανατώνεις Ch. pop. 475· Παρακαλώ σας, πέτρες μου, και ποδοπροσκυνώ σας,| εδώ μην με σκοτώσετε, στα όρη ν’ αποθάνω,| στην ξενιτείαν την μοναχήν, οπού τινάν δεν έχω Περί ξεν. (Μαυρομ.) 341. 2) Mεταφ. α) προκαλώ μεγάλη θλίψη, ψυχικό πόνο, απογοήτευση: Ανείναι κι είναι απαρθινά το πως μας οργιστήκα,| πρέπει, Πανώρια, και τσι δυο να μας σκοτώσει η πρίκα Πανώρ.2 Έ́ 288· Και τ’ όνομά σου μοναχάς ν’ ακούσω με σκοτώνει,| η συντροφιά σου, Χάροντα, τέλεια με θανατώνει Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 19· Τούτη με βάνει στην οδό (ενν. η αγάπη) κι εκείνος με σκοτώνει (ενν. ο φόβος)| τούτη συχνιά με προσκαλεί κι αυτός μ’ αποζυγώνει Πανώρ.2 Ά́ 205 κριτ. υπ.· παρακαλώ σε, ωραιωτική, μυριοχαριτωμένη,| τον έρωταν διά να δεχθείς στην μέσην της αγάπης·| καθόλου μη αλαζονευτείς και μέναν να σκοτώσεις,| αλλά αποδέξου το γλυκεά και μάθε τά λυπούμαι·| και την ψυχήν μου δρόσιζε, πολλά ’ναι φλογισμένη,|τά πάσχω καθημερινόν δι’ εδικήν σου αγάπην Αχιλλ. L 602· β) προκαλώ υπερβολικό πόνο, ταλαιπωρώ, καταβασανίζω: όταν χηρέψει η πονηρή ... (παραλ. 2 στ.) στηθοκοπανίζεται, δέρνει τα γόνατά της. (παραλ. 9 στ.) Τους γείτονας … εξυπνά ... (παραλ. 2 στ.) και λέγουσίν της: «Σώπασε και ανάσανε ολίγον (παραλ. 1 στ.) και επιμελήσου πώς να ζεις εσύ και τα παιδιά σου,| και μη πολλά γαρ δέρνεσαι, σκοτώνεις το κορμίν σου …» Σπαν. (Ζώρ.) V 460· Άνθρωπε, διατί κτυπάς τον άνθρωπον χωρίς να κάμει κανένα κακόν, και όλους μας τιμωρείς και μας δέρνεις και μας σκοτώνεις καθημέραν χωρίς καμίαν αφορμήν ...; Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 15016· Ειπέ με, μαυροπείσματε ...| πώς σε φορτώνουν, άτυχε, πώς σε ραβδοκοπούσι. (παραλ. 8 στ.) Ραβδοκοπούν, σκοτώνουν σε και ματσουκοκοπούν σε,| σουβλοκοπούν τον κώλον σου με σίδερα και ξύλα Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 674· γ) καταστρέφω: Εσκότωσε το γένος το ελληνικόν η χοντροσύνη πολλών ατυχών ανθρώπων, οι οποίοι έλλαξαν τα ήθη τα καλά με ήθη κακά Θεματογραφία 15· Ω φίλε, πριν φαρμακωθείς με της πικριάς τη ζάλη, (παραλ. 1 στ.) πάψε γοργό την θλίψιν σου και σβήσε την ιστιά σου·| για πράματα και για δικούς σκοτώνεις την υγειά σου; Φαλιέρ., Ρίμ. (Bakk.-v. Gem.) 172. 3) Γίνομαι αιτία να σκοτωθεί ή να πεθάνει κάπ.: Ελθέ δε το ταχύτερον, μη μας νοήσει ο κόσμος,| και έρχου, να περάσομεν δρόμους και μονοπάτια,| προτού να φέξει ήλιος και λάμψει εις τον κόσμον·| ρύμαι γαρ και στενώματα εσκότωσαν ανδρείους,| οι δε κάμποι, παγκάλλιστε, ανάνδρους ανδρειώνουν Διγ. Z 1887. II. Μέσ. 1) Χάνω τη ζωή μου, κυρίως με βίαιο τρόπο: έρχεται μία μεγάλη θάλασσα και αμπώθει τα όλα τα κάτεργα όξω του γιαλού ... και εκεί δίδουσιν όλα και τσακίζουνται και οι άνθρωποι άλλοι επνίγησαν άλλοι εσκοτωθήκαν Μορεζ., Κλίνη φ. 32r· Λοιπόν ήμπε και Δικέβριος και τους σεισμούς συχνιάζει| και λέγαμεν τα σπίτια μας πασένας να τ’ αδειάζει| εκ τους περίσσους τους σεισμούς μεν πέσου και χαλάσου| ανθρώποι για να σκοτωθού και ρούχα τους να χάσου Διήγ. ωραιότ. 146· Αρκομπουζές εδίδασι τα δύο μέρη ομάδι,| πολλοί εσκοτωθήκασι κι επέφταν στο λιβάδι Διακρούσ. (Κακλ.) 358· κι εδιήρκησε η μάχη τους χρόνους καν τρεις και πλέον,| έως ου εσκοτώθηκεν ο βασιλεύς Βαλδουΐνος| κι έστεψαν διά βασιλέα εκείνον τον Ρουμπέρτον Χρον. Μορ. P 1221· Ωσαύτως εσκοτώθησαν στον πόλεμον εκείνον| σιργέντες και καβαλαροί, αριφνισμός ουκ ήτον Χρον. Μορ. H 3280. 2) Αυτοκτονώ, συχν. με τις λ. μοναχός μου, ατός μου, κλπ.: εχάννετον η Ρωμανία, και εκουβαλούσαν τους σκλάβους και αμάλωτα στα νησία, και εγίνουνταν οτόσον σκληρόκαρδοι απάνω τους, ότι εκρεμμούσαν τους απέ τα δώματα και εσκοτώννουνταν, και επέφταν εις τους λάκκους, εφουρκίζουνταν, απέ τα μεγάλα βάσανα απού τους επολομούσα να πολομούν και απέ την πείναν Μαχ. 46427· ελόγιασα να σκοτωθώ,  ...| την κεφαλή μου ... στον τοίχο να τσακίσω.| Μα πάλι δεν ηθέλησα να χάσω τη ζωή μου Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 215· είχεν τόσην λύπην και πόνον, απού της ήδιδεν ο νους της να σκοτωθεί μοναχή της Μορεζ., Κλίνη φ. 323r· ηβλέποντας ο Νέρων ότι δεν ημπορεί να γλύσει από τας χείρας τους (ενν. των Ρωμάνων) ουδέ ηθέλησε καν να παραδοθεί, αμή εσκοτώθη, έβγαλε όλα του τα άρματα αποπάνω του και επίασε το σπαθί του και εσκοτώθη ατός του Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 336v. 3) Μεταφ. α) δέρνομαι θρηνώντας: Ετότες εσκοτώνετο πάσα καημένη μάννα| που βλέπανε τα τέκνα τους στο θάνατο κι εβάνα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28521· β) στενοχωριέμαι υπερβολικά: ΒΑΣΙΛΕΑΣ: ... θώριε ανισώς κι η φύση| στον κόσμον έκαμε λωλόν άθρωπο σαν εμένα,| κι αν έν’ και πρέπου μου καλά τά μὄχει καμωμένα.| ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Μηδέ σκοτώνεσαι, γιατί σ’ κακό να σου γυρίσει| δεν όλπιζες, καθώς μπορεί καθένας να γνωρίσει Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 187. 4) (Προκ. για έμβρυο) αποβάλλομαι: Περί γυναικός να μηδέν σκοτωθεί παιδί. ‘Επαρε βάτου ρίζα και κυμίνου ρίζα ... και κρέμασέ τα εις τον τράχηλόν της, και να μη σκοτωθεί, μόνον θέλει γεννήσει καλά. Έπαρε κηρί και την κοπριάν της φοράδας και ζύμωσέ τα μαζί και ας τα βαστά απάνω της η γυναίκα και δεν φοβάται να σκοτωθεί το παιδί Γιατροσ. Ιβ. 30. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) Που έχει χάσει με βίαιο τρόπο τη ζωή του: κοράσα ευγενικά τσ’ Ίδας, παρακαλώ σας,| το σκοτωμένο μου κορμί νεκρό σα δείτε ομπρός σας,| κλάψετε συναλλήνως σας κι εμένα λυπηθείτε| και μοιρολόγι ταπεινό, σα λέσι, να μου πείτε Πανώρ.2 Β́ 497· το σκοτωμένο μου κορμί της μάννας μου το δώσε,| ... απάνω του λυπητερά να κλάψει,| με δάκρυα να το πλύνουσι κι ύστερα να το θάψει Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 146· Ήλθεν Αδάμ και εύρηκε τον Άβελ με την Εύαν,| το στήθος τως εδέρνασι, φαρμακεμένα κλαίγαν·| διατί ποτέ δεν είδασιν αυτούνοι αποθαμένον,| ουδέ με θάνατον καλόν, αλλ’ ουδέ σκοτωμένον Χούμνου, Κοσμογ. 214· (εδώ προκ. για αυτοχειρία): Μ’ απής τα πάθη δε μπορού τα τόσ’ απού μ’ αξώνει (ενν. η Πανώρια) (παραλ. 1 στ.) να κάμουσι να κατεβώ στον Άδην ο καημένος,| θα πέσω με τη χέρα μου σήμερο σκοτωμένος Πανώρ.2 Β́ 440. 2) Μελανιασμένος, μελανός: Ειδέ και είναι ζουλισμένη και σκοτωμένη σάρκα από λίθον ή ξύλον ή άλλο κρούσιμον, ανάλυσον ολίγον κρόκον εισέ ζεστόν νερόν και ... βάνε τα εις την μελανάδα να σου περάσει Αγαπ., Γεωπον. (Κωστούλα) 264. 3) Τραυματισμένος θανάσιμα, ετοιμοθάνατος: Και όταν εσίμωσεν κοντά εις το κάστρο, ευρίσκει τον Δάρειον σκοτωμένον με ολίγην ψυχή και ούτως ελάλει προς τον Αλέξανδρο· «Αλέξανδρε βασιλέα, πέζευσε γλήγορα και έλα να ακούσεις την λαλίαν μου» Διήγ. Αλ. G 28020· ο Δάρειος ωσάν είδεν την θυγατέραν του, εάν ήτον σκοτωμένος και λυπημένος, η πικρία του ήλθεν εις χαράν και εγέμισαν τα μάτια του δάκρυα και επεριλάμπωσέν την προς την καρδίαν του και εφίλησέν την Διήγ. Αλ. G 28117. Η μτχ. παρκ. ως ουσ. = αυτός που πέθανε με βίαιο θάνατο: οι σκοτωμένοι| τούτοι, των αλλωνώ τωνε τόση τρομάρα ας δώσου,| να μην αποκοτήσουσι πλιο τως να μας μαλώσου Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Γ́ 124· Ιδού λαός σα λονταρίνα να σηκωθεί και σα λοντάρι να υψωθεί, να μη πλαγιάσει ως να φάει άρπαγμα και αίμα σκοτωμένων να πιει Πεντ. Αρ. XXIII 24· Εκεί εγίνη συμφορά τρομακτική, μεγάλη,| κι ωσάν νεράντζι επήγαινε τ’ ανθρώπου το κεφάλι.| Πού να πατήσει άνθρωπος από τους σκοτωμένους,| που κείτονταν εδώ κι εκεί, κι απάρτι λαβωμένους Διακρούσ. (Κακλ.) 513· ημέρας δύο εποιήσασιν να θάψουν τους σκοτωμένους Χρον. Μορ. H 4194.
       
  • σκύλος
    ο, Σπαν. (Ζώρ.) V 639, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 113, Βέλθ. 1009, Σπανός (Eideneier) A 312, D 667 κ.α., Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 196 κ.α., Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 31, Σαχλ. N 215, 301, Σαχλ. Β́ (Wagn.) PM 353, Λίβ. Esc. 2313, Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 227, Ανακάλ. 44, 85, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 471, Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 139, Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 85, 86, Ιατροσόφ. (Oikonomu) 831, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 487, 526, Λίβ. Va 897, Πικατ. (Bakk.-v. Gem.) 87, Τριβ., Ρε 322, Κακοπ. 53, Αχέλ. 1663, 1991, 2170 κ.α., Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 331, 4 κ.α., Hist. imp. (Iadevaia) IIa 2005, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2002, 3061, 3345 κ.α., Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 645, Έ 101, Παλαμήδ., Βοηβ. 254, 318, Σουμμ., Ρεμπελ. 179, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 1015, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 536, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 14r, Ροδολ (Αποσκ.) Γ́ 18, Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [414], Δ́ [115] κ.α., Διακρούσ. (Κακλ.) 566, 818, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21024, 26111, Βίος Αισώπ. (Eideneier) K 18416, 17, κ.π.α.· σκύλλος, Μαχ. 21417, 24426, Βουστρ. (Κεχ.) 24411, Ξόμπλιν φ. 130v, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1892, 9143· σύλλος, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8840· χχύλλος, Ιστ. μακαρ. Μαρκ. 41.
    Από το αρχ. ουσ. σκύλαξ με μεταπλ. (Μπαμπιν., Ετυμ. λεξ.)· βλ. και λ. σκύλλον στον Ησύχ. (TLG). Οι τ. σκύλλος και σύλλος και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Σακ., Κυπρ. Β́ 790, λ. σ(κ)ύλλος). Η λ. τον 9. αι. (TLG), στο Βλάχ. και σήμ.· βλ. και LBG.
    1) Το ζώο σκύλος: Επήν με πήγε εις το χωριόν, και απήν εσυνεπήρα,| δεν μ’ έμαθεν η τύχη μου, η δολερή μου μοίρα,| ν’ αποκρατήσω κτήματα, να περνώ με ζευγάριν,| αμή έμαθέν με κυνηγόν, με σκύλους, με ζαγάριν Σαχλ., Αφήγ. 128· ο μεν σκύλος ο κυνηγάρης όρμησεν εις τον λαγόν· ο δε άλλος έδραμεν εις το τσικάλιν Σοφιαν., Παιδαγ. 99· Περί ανθρώπου οπού τον δαγκώσει σκύλος λυσσιάρης Γιατροσ. Ιβ. 88· και πρόβατα τυφλάθησαν, γαδάροι και βουδάκια| και κάτες και οι όρνιθες, σκύλοι και γουρουνάκια Διήγ. ωραιότ. 770· ως και το σπίτιν του πτωχού κανείς δεν το κατέχει,| και σκύλος αν διαβεί απεκεί, στην πόρτα ουδέν ιστέκει Σαχλ. Β́ (Wagn.) P 159· (σε παρομοίωση): Και απού τη βιάση μου ήριξα το χέρι μου και πιάνω| το χοιρομεροκόκκαλο τούτο, κι ευθύς το βάνω| μέσα στη μπουζουνάρα μου, κι ήθελα ν’ αρχινίσω| το κρας απὄχει απάνω του σα σκύλος να το γλείψω Φορτουν. (Vinc.) Á 98· τον ρήγαν και τους άρχοντας φέρνουν της Εγγλιτέρας,| εκείνους οπού εσκύλευσεν ο μέγας Βελισάρις| και εφάνηκεν απάνω τους ωσάν σκύλος λυσσάρης Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 484· Έσωσαν εις το Γολγοθάν και τότες ορδινιάζου (ενν. οι Οβριοί),| για να σταυρώσου το Χριστό, και σα σκύλοι γρινιάζου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3551· Κι οι δαίμονες ’ς τσι αμαρτωλούς ως σκύλοι θέλου ’ράξει,| και ποια ψυχή να τους θωρεί και να μηδέν τρομάξει;| Τα νύχια τως να μπήχνουσι μέσα εις την καρδιάν τως (παραλ. 1 στ.) άγρια να τους κρίνουσι, στην πίσσα να τσι οδεύγου| κι εις τα πυροχαρκώματα να τουσε μαγερεύγου Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4956· οχουθρός του γένου μας, αχόρταγος Τρωσίλος,| πλια από λιοντάρι αγριότατος κι άπονος παρά σκύλος,| απού εκατέβαψε άδικα τα χέρια τ’ άνομά του| στο αίμα μας, δίδει αφορμή κι εμέ κακού θανάτου Ροδολ. (Αποσκ.) Δ́ 546· Χίλιοι βοσκοί την αγαπού (ενν. τη θυγατέρα μου) κι ως σκύλοι τσ’ ακλουθούσι Πανώρ.2 Β́ 57· Κι εισέ φυγήν ετράπηκεν (ενν. ο Κάιν) και τρέμει σαν το φύλλο,| μαύρος πολλά και αδύναμος σαν τον λυσσάρη σκύλον Χούμνου, Κοσμογ. 210· τώρα βλέπετε τι άξιζεν ο Μιχάλης,| επήραν σας την Ερδελιάν και κάθετ’ άλλος κράλης,| και σας σάς απεδίωξε απέκει εντροπιασμένους,| δερνόμενους με το ραβδί σαν σκύλους ψωριασμένους Σταυριν. 1182· θαρρώ και δυναστεύετε (ενν. ω άρχοντες Ρωμαίοι) τους επτωχούς τους Βλάχους,| και η πλεονεξία σας τους κάμνει ρωμαιομάχους,| και δεν μπορούν να σας ιδούν μηδέ ζωγραφισμένους·| ωσάν σκύλους τους έχετε πολλά ονειδισμένους Ιστ. Βλαχ. 436· (σε σχ. αδύνατον): όντεν ο σκύλος κι ο λαγός ποιήσουν αδελφοσύνη,| κι η κάτα με τον ποντικόν ποιήσουν συντεκνοσύνη, (παραλ. 5 στ.) τότες εμέν και σεν, κυρά, θέλουσιν ευλογήσει Ριμ. κόρ. V 11. 2) Μεταφ. α) (μειωτ., υβριστ.) άγριος, σκληρός, κακός άνθρωπος: Επά πώς ήλθες, λυγερή, σ’ τούτην την ερημία;| Τα χέρια ποιος σου τα ’κοψε με άπονη καρδία;| Πες μου, ποιος σκύλος ήτονε να πα να τονε σώσω,| με το σπαθί οπού βαστώ θάνατον να του δώσω; Ευγέν. (Vitti-Spadaro) 803· Σ’ τούτο φωνιάζει ο βασιλιός με πλια θυμό, κι αρπούσι (ενν. οι ’πηρέτες και δούλοι)| τη γλώσσα του (ενν. του Πανάρετου) και βγάνου τη και χάμαι την πατούσι·| και μετά ταύτα τσ’ άκουσα τ’ αφτιά να πει «Ερωφίλη»,| την ώρα που τη ρίξασι στη γην εκείνοι οι σκύλοι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 150· Και απέ τας πικρίας λιγνεύω| και αποθνήσκω, και πτωχαίνω| μετά τούτον τον ζουλιάρη,| τον λωλόν, τον δαιμονιάρη (παραλ. 56 στ.) Και αν σταθώ εις το παρεθύρι,| θέλει ο σκύλος να με δείρει,| ουδέ μ’ άνδρα να συντύχω,| ουδέ να τον χαιρετήσω,| ουδέ να παραδιαβάσω,| ειμή μόνον αν γεράσω Έπαιν. γυν. (Vuturo) 456· β) υβριστικός χαρακτηρισμός για αλλόθρησκο ή αλλόδοξο: επήρασι την Πόλιν,| οι Τούρκοι σκύλοι ασεβείς· ω συμφορά μεγάλη!| Όποιος έναι χριστιανός την Πόλιν ας την κλαύσει Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 124· Να φέρομεν κατ’ όνομαν αυτούς τους καταράτους,| αυτούς τους ασεβέστατους που πήγαν ...| κάτω εις το ανάθεμα ...,| διά την απιστίαν τως και και ασεβείαν μόνην (παραλ. 2 στ.) πρώτος ο Νέρων είπαμεν, Δομετιανός, Τραϊανός αυτείνοι (παραλ. 4 στ.) Αναστάσιος και Δυόκορος, ο σύλλος, ο φορφάντης Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8840· ήλθασι Άραβοι κουρσάροι οι σκύλοι| και κουρσεύσασιν τον τόπον Πτωχολ. (Κεχ.) P 33· Τις να πιστέψει εις Ρωμαίον εις λόγον είτε εις όρκον;| λέγουσιν ότι είναι χριστιανοί και στον Θεόν πιστεύουν·| εμάς τους Φράγκους μέμφονται, λέγουν, κατηγορούν μας,| σκύλους μας ονομάζουσι, ατοί τους επαινούνται Χρον Μορ. H 761· Πάσα λοής θαμάσματα ήκαμε στην πατρίδα,| καθώς το μαρτυρήσασι εκείνοι απού την είδα.| Και απού τσι Εβραίους δεν έλειπε ποτέ η ζηλοφθονία,| οι σκύλοι πάντα εγέμασι ’ς τό ’βλέπα απιστία Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 2361· Ώχου, ακούστε με να διηθώ να σύρω μοιρολόι,| ώχου, για το Ιερουσαλάιμ το πολυζηλεμένο,| ώχου, οπού ’μουν κυρά βασίλισσα, κυρά καμαρωμένη,| ώχου, και τώρα μ’ εκρουσέψανε οι σκύλοι Αραβίτες Εβρ. ελεγ. 160· (εδώ προκ. για ζώο): και τότες τον κυρ γάδαρον γυρίζει κι ατιμάζει (ενν. η αλουπού): «Αφορεσμένε γάδαρε και τρισκαταραμένε,| αιρετικέ κι επίβουλε, σκύλε μαγαρισμένε,| να φας το μαρουλόφυλλον εκείνο χωρίς ξίδι!| Και πώς δεν επνιγήκαμε ετούτο το ταξίδι! ...» Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 366· γ) (γενικ.) υβριστικός χαρακτηρισμός για μισητό πρόσωπο, για εχθρό: να λέγει σ’ τέτοιο τρόπο| προς τον Πανάρετο άρχισε (ενν. ο βασιλιός) ... (παραλ. 3 στ.) «Σκύλε, δοξάζω το Θεό, πως σε θωρώ ομπροστά μου,| γδίκια να πιάσω απάνω σου, σαν πεθυμά η καρδιά μου ...» Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 71· Τρίμουρε σκύλε, το λοιπό εις τέτοιο τρόπο μ’ έχεις| βαλμένο εις χίλια βάσανα ...; Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Á́ 152· Έδε αμαρτίαν, τήν εποικαν οι σκύλοι οι Κατελάνοι,| και τέτοιον κάστρο εχάλασαν και μέγαν δυναμάριν! Χρον. Μορ. Ρ 8091· Μ’ αυτό το σκύλο (ενν. τον Πανάρετο) συντηρώ και φέρνουσι δεμένο·| θωρώντας τονε μοναχάς άφτω όλος και κρυγαίνω Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Δ́ 645· (εδώ προκ. για ζώο): ο λούπος επεχείρησεν υβρίζειν το γεράκιν:| «Ήλθες και εσύ, φονέα, ληστή, αιματοπότα λύκε| και συγγενοσαρκόφαγε ιέραξ, εις τον γάμον,| να ποίσεις και την πέρδικαν, πάλιν την περιστέραν,| αφασιανόν και φάσαν τε, την κίσσαν, το τρυγόνιν| και τα μικρά στρουθόπουλα τα όλα να μισεύσουν.| Φύγε, διώκτα, τύραννε, αιματοπότα σκύλε ...» Πουλολ. (Τσαβαρή)2 375· δ) (σπαν. με θετική σημασ.) αφοσιωμένος και γενναίος : αξίωσέ με (ενν. Θεέ) πάντοτε να ’χω να ’ναι κοντά μου,| σαν τούτον άξιον σύμβουλον εις πράγματα δικά μου,| διά να είναι πάντοτε εδραίωμα και στύλος| στα πράγματά μου, ως εικός, κι εις τους εχθρούς μου σκύλος Κορων., Μπούας 23. Φρ. 1) Αποθαίνω ως σκύλος/ψοφώ σαν σκύλλος = πεθαίνω χωρίς φροντίδα (πβ. νεοελλ. φρ. ψόφησε/ πέθανε σαν το σκυλί, ΛΚΝ, λ. σκυλί): εις την μέσην των εχθρών ... εφάνη (ενν. ο Μερκούριος) (παραλ. 1 στ.) Και μέρος τούτων έκοψε, κι άλλους εποίκε σκλάβους,| και οι λοιποί επήγασι στην Τέλαν χωρίς βλάβους·| κι εκεί τους αποκλείσασι, κι όλοι λιμοκτονούσαν,| χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, κι ως σκύλοι αποθνούσαν Κορων., Μπούας 17· Θάλασσαν και διά ξηράν αυτοί να ’ναι κλεισμένοι,| όσο που να ψοφήσωσιν σαν σκύλλοι ψωριασμένοι Ιωακείμ Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 1892. 2) Τρώγονται (κάπ.) σαν σκύλλοι = (κάπ.) μαλώνουν, καβγαδίζουν συνεχώς: Μες στην Κωνσταντιόπολιν πολλά ’ναι συγχυσμένα| αυτά τα μιαρότατα Τουρκία οργισμένα.| Αλλήλως των δεν παύουσιν να τρώγονται σαν σκύλλοι| από την δυσθυχίαν τως Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6083. Η λ. σε τοπων.: Πορτολ. A 22116.
       
  • σπω,
    Λέοντ., Αίν. IV 38, Χρησμ. (Λάμπρ.) 10519, 22, 119, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1446, Αγν., Ποιήμ. Ά́ 62, Αχέλ. 791, Κατζ. Β́ 270, Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Β́ 1898, Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 492, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1862, 2725, 31013, 4866, 8, 51522 κ.π.α., Τζάνε, Κατάν. 320, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 5361· σπάζω· σπάζω ή σπω, Χρον. Μορ. H 2195, Χρον. Μορ. P 2195, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 16, 356, Πορτολ. A 66, Πανώρ.2 Β́ 85, Δ́ 98, Σουμμ., Ρεμπελ. 187, Φορτουν. (Vinc.) Ά́ 194, 231, Δ́ 17, Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 19.
    Το αρχ. σπάω. Ο τ. από τον αόρ. έσπασα· απ. τον 5. αι. (TLG) και σήμ. Η λ. και σήμ.
    I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) α) Αποσπώ, τραβώ έξω, βγάζω· α1) (εδώ για αποτρίχωση): άλλον δεν εργάζουνται (ενν. οι πόρνες) ειμή με το νιψίδι| να νίψουσι το πρόσωπον, να φθειάνουσι τ’ αφρύδι,| και τον καθρέφτην να κρατεί, στο χέρι το τσιμπίδι,| τις τρίχες τως διά να σπα, να σιάζει το νιψίδι Βεντράμ., Γυν. 184· α2) (για γένια) ξεριζώνω: Φωνές μεγάλες και γλαγγές, με κρότους εθρηνούσαν,| εις το κακόν οπὄπαθαν τα γένια τως εσπούσαν (ενν. οι προεστοί) Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6598· β) (μεταφ. για συναίσθημα) διώχνω, απομακρύνω: Τον πόνο απὄχεις μέσα σου σπάσε οχ τα σωθικά σου,| κι ως πεθυμάς ογλήγορα έχεις την πεθυμιά σου Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 257. 2) Καταστρέφω, τσακίζω, διαλύω κ. χτυπώντας το βίαια: όλοι ’ς τσι πόρτες ήρθασι και σπούσι τσι και μπαίνου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2032· τσ’ επαρακαλούσανε να βγου ν’ απογυρίσου,| τα κάτεργα να σπάσουσι, τον Τούρκο ν’ αφανίσου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 18226· άνεμε, συ ξερίζωσε και σπάσε τα δεντρά μου Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 20111· (συχν. για καταστροφή κτισμάτων): Στια βάνασι στα λιόφυτα (ενν. οι Τούρκοι), τα μοναστήρια σπούσα| και τα μετόχια τω φτωχών έκαιαν κι εχαλούσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 1875· κι όλοι τις εμισούσινε (ενν. τσι φυλακές), κι όποιος εμπεί γυρεύγει| να τσι τρυπά και να τσι σπα και να τις εξωφεύγει Κατζ. Έ́ 128· Εσπούσανε (ενν. οι Τούρκοι) τους τάφους κι όλους τσ’ ανοίξαν,| τα λείψανα όλα έβγαλαν και τα ρίξαν Τζάνε Εμμ., Μοιρολ. 1383· (για όπλο): άλλοι ας ντυθούσι σίδερα κι ας τρέχου τα φαριά τως| και τα κοντάρια γείς τ’ αλλού να σπούσι στα κορμιά τως Ροδολ. (Αποσκ.) Γ́ 62· Ως ήσωσε ο Βλαντίστρατος, ωσά λιοντάρι τρέχει| απάνω του με τ’ άλογο κι απομονή δεν έχει| κι οπίσω του άλλοι ’κοσιδυό κι ως δράκοντες εράσσα| κι οκτώ κοντάρια στου ρηγός το κούτελον εσπάσα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1138· (εδώ παιγνιωδώς για βιβλίο): ένα ήσπασε λίμπρο στην κεφαλή του! Κατζ. Δ́ 392· (συχνότ. για μέλη του σώματος): να φεύγου και να τρέχουσι και κάτω να πηδούσι| απού τα τείχη τα ψηλά … (παραλ. 2 στ.). Και πέφτοντας εσπούσανε τα χέρια και ποδάρια| κι οι Φράγκοι τσ’ αποκάνασι με τ’ άπονα κοντάρια Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 2879· οι λουμπαρδιές εβράζασι κι εγίνουνταν κομμάτια| κι εσπούσανε τες κεφαλές κι εχύνουνταν τα μάτια Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 28416· Μη και πονώ· και αχάμνα το για να το μεταπιάσεις| και ωσά θωρώ τη χέρα μου πάσκεις να τηνε σπάσεις Φαλιέρ., Ιστ.2 442· (σε απειλή): Μην πα μισέψεις από ’πά και τα πλευρά σου σπάσω! Κατζ. Έ́ 296· Κι εγώ σου λέγω, γάιδαρε, πως τούτα τα δειλά σου| δε με ’φελούσι, κι άφησ’ τα, γή σπω τα καύκαλά σου! Στάθ. (Martini) Ά́ 178· Σώπασε, ζο, τα σάλια σου, τα δόντια σου μη σπάσω,| κι όξω από τα θεμέλια του το σπίτι να χαλάσω! Κατζ. Β́ 99· (σε μεταφ.): να λέσινε πως δεν ψηφού (ενν. η Πανώρια και η Αθούσα) κι εσέ (ενν. Αφροδίτη) και το παιδί σου (παραλ. 1 στ.) και πως οι δυο τως μοναχάς στον κόσμον είχα χάρη| να σπάσουσι τ’ αδυνατό του γιου σου το δοξάρι Πανώρ.2 Δ́ 308· (σε υπερβολή): εμίλιε (ενν. ο Ρώκριτος) παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζα,| το μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Ά́ 402· πού ’ναι η γλώσσα εκείνη η μελωδάτη| που έπαυτε πάσα θρήνο| με τα γλυκιά κανάκια,| που έσπαε τα χαράκια| κι εμέρωνε λιοντάρια και θερία| με τόση μελωδία; Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 22· (προκ. για καταρράκτη): οι καταρράκτες τ’ ουρανού σπούσι νερόν και χύνουν| κι άβυσσος εκοχλάκισε και ομάδι καταντήνουν Χούμνου, Κοσμογ. 467. 3) Χτυπώ, δέρνω κάπ. πολύ, ξυλοκοπώ (πβ. σημερ. φρ. σπάω/τσακίζω κάπ. στο ξύλο): Κι ευρίσκει (ενν. ο Μωσής) τον Αιγύπτιον κι έναν Εβριόν πατάσσει,| πολλά τον έδερνε άνομα, θέλει να τονε σπάσει Χούμνου, Κοσμογ. 2102· ΚΟΥΣΤΟΥΛΙΕΡΗΣ: Κατζούρμπο, μην του κρους εσύ, εμένα μόνον άσι.| ΚΑΤΖΟΥΡΜΠΟΣ: Σύρνομαι ’γώ σε μια μεριά, μα βλέπε μη σε σπάσει Κατζ. Δ́ 388. 4) α) Προκαλώ ρήξη σε κ., κάνω κ. να σκάσει, να ανοίξει: ουδεκανένας βάλλει νέον κρασί εις δερμάτια παλαιά· ειδεμή, το νέον κρασί σπάζει τα δερμάτια, και χύνεται και το κρασί και τα δερμάτια χαλούνται Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Μάρκ. β́ 22· β) (για το ανθρώπινο σώμα) προκαλώ βλάβη, καταστρέφω: η πέτρα ήτονε μεγάλη και είχεν του (ενν. του βασιλέως) σπασμένα τα πτενά και τους πόρους φραμένους και δεν εχώριεν να έβγει Μορεζ., Κλίνη φ. 106v· (μεταφ): Πολομά (ενν. η οκνιά) να σπάσει το κορμίν, εκείνη χάννει την ψυχήν, εκείνη τυφλώννει τον νουν Άνθ. χαρ. (Κακουλίδη-Πηδώνια) 90. 5) (Ιατρ.) πραγματοποιώ διάνοιξη με χειρουργικό εργαλείο: Εις τα οιδήματα (ήγουν τα φουσκώματα) πρώτον κατάπλαττε ωμήν λύσιν …·  είτα βάλε πυοποιά … και, ωσάν ωριμάσουν, βάνε σπαστικά ή σπάσον με το φλεβότομον και ιάτρευέ τα με … αλοιφήν Νικ. Ιερόπ., Εκδ. ιατρ. 34. 6) (Μεταφ.) βάζω τέλος, αναστέλλω· ακυρώνω: κι αναθυμούμαι αλλήλω μας πως μ’ όρκο είχαμε δώσει| τα χέρια, πάντα ένας τ’ αλλού τ’ άδικα να γδικιώσει.| Έτσι καινούργια σύβαση δε σπα ουδ’ ανακατώνει| τη σύβασή μου την παλιά, χίλιοι αν περάσου χρόνοι Ροδολ. (Αποσκ.) Έ́ 135. Β´ Αμτβ. 1) α) Γίνομαι κομμάτια, διαλύομαι από χτύπημα ή πτώση: Γυάλινα είχανε αγγειά βοτάνι φορτωμένα| κι άφταν τα κι επετούσαν τα, όταν τους ανιμένα,| και τα γυαλιά εσπούσανε κι απάνω τως εμπαίνα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 47311· Κι εκεί που τον εδέρνασι (ενν. τον Πανάρετο), τα βούνευρα εστραγγίζα| κι ανεβοκατεβαίνοντας αίματα μας γεμίζα| κι είδα πολλά χάμαι στη γη να πέφτουσι να σπούσι,| γιατ’ είχασινε λύπηση τέτοιου κορμιού να κρούσι Ερωφ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Έ́ 119· Εσπάσαν τα κοντάρια τως, εις εκατό εγενήκα| και τα κομμάτια ’ς τσ’ ουρανούς εφτάξαν κι εκαήκα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1681· (προκ. για τις πύλες του Άδη): Τότε έκλινε την κεφαλή (ενν. ο Χριστός), στον Άδη εκατέβη,| τες πόρτες εκουρκούνισε και οι μαντάλοι εσπάσα,| ο Άδης εταράκτηκε και οι δαίμονες εσκάσα Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 3718· (σε παρομοίωση): γιατί εκείνοι οι βασιλείς οπού παιδιά δεν κάνου| αφήνουσι τη βασιλειά, απήτις αποθάνου,| εισέ μεγάλα κίνδυνα, και στέκει να χαλάσει| σαν το καράβι στο γιαλό που εις τα χαράκια σπάσει Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Ά́ 322· (για το ανθρώπινο σώμα): Εις τα μουράγια να ’ρχουνται τα βόλια, να περνούσι,| κι εις τα κορμιά να δίδουνε, ν’ ανοίγου, να σκορπούσι·| κι οι σάρκες να χωρίζουνε κι οι ομυαλοί να σπούσι Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 17225· η κεφαλή και όλον τως το κορμί εσηκώνετονε από την γην ψηλά μίαν πήχη και τότε και εκατέβαινεν και ήδιδεν εις την γην με τόσες κοπανές δυνατές, απού όσοι τους εθεώρουν … ελόγιαζαν πως σκοτώνουνται και πως σπούσιν αι κεφαλές τως Μορεζ., Κλίνη φ. 492r· (εδώ προκ. για νεκρά σώματα σε αποσύνθεση): Κι όσοι αποθαίνασιν εκεί, εις το γιαλό τσ’ ερίχτα| και τσ’ έπαιζε το πέλαγος κι επλέγα μέρα νύκτα (παραλ. 2 στ.) Τα κύματα τσι ρίχνασι ’ς τσι πέτρες κι εκολλούσα| κι εις τα χαράκια δίδασι κι εσπούσαν κι εσκορπούσα| κι εκοίταζες κοιλιάντερα, μασέλες χωρισμένες,| πόδια και χέρια και καρδιές και κάρες μαδισμένες Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 21121· β) (μεταφ.) συνθλίβομαι, καταβάλλομαι, κατατροπώνομαι: ο εχθρός της ανθρωπίνης γενεάς … με την φιλαδελφίαν κορπώννεται, πληγώννεται, με την πίστιν σπάζει και στζακρά Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 53. 2) α) Σκάω, ανοίγω: Μηδέ βάλλουσι νέον κρασί εις δερμάτια παλαιά. Ειδεμή σπάζουσι τα δερμάτια, και το κρασί χύνεται και τα δερμάτια χάνονται Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. θ́ 17· β) (για βόμβα) σκάω σε κομμάτια, εκρήγνυμαι: Αντίκρυτά του (ενν. του Κατερή Κορνάρο) έπεσε (ενν. η μπόμπα) κι άφτοντας είχε σπάσει,| χίλια κομμάτια γίνηκε κι ένα τον είχε πιάσει Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 5123· Κι ευρήκανε τα λείψανα κομμένα, σκοτωμένα| Τουρκώ, σολντάδω και Ρωμιώ νά ’ναι ανακατωμένα| απού τες μπόμπες τες πολλές που σπούσαν κι εσκορπούσα Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 4853· γ) (για όργανο του σώματος) παθαίνω ρήξη: λέγει η Δέσποινα: «Σχίσον τον ομφαλόν της γυναικός», και αυτός της δίδει με μίαν βέργαν … και εφανίστην της πως έσπασεν η κοιλιά της και έβγανεν πολλούς βρόμους Μορεζ., Κλίνη φ. 345r· Εάν έπταιγεν (ενν. η γυνή), εσέπετον η φύσις εις τα μερία της| και η κοιλία της ήσπαζεν και έπιπταν τα ένδερά της Συναξ. γυν. 102. 3) (Ιατρ., για πρόσωπο) α) (πιθ.) πάσχω από κήλη: Εις άνθρωπον όταν σπάσει και ποίσει κοίλωμαν Ιατροσ. κώδ. ρκγ́· β) (πιθ.) παθαίνω διάστρεμμα ή κάταγμα: Περί παιδίον, όταν σπάσει. Βάλε ψαρόγαλον εις το οξίδιν … και έσμιξέ τα όλα και ποίησέ τα επλάστριν και θες το εις το σπάσμαν Ιατροσόφ. (Oikonomu) 881. II. Μέσ. Α´ (Αμτβ.) 1) α) (Για σπλάγχνα) συσπώμαι: είπαν μου: «Είντα κάθεσαι; Τ’ αδέλφια σου εβουλήσαν!»| Ευθύς τα εντός μου εσπάσθησαν και συγκοπή μ’ εσέβη Απόκοπ.2 429· β) (μεταφ. για πρόσωπο) βασανίζομαι, υποφέρω: ο Αχιλλεύς εσπάζετο πάντοτε δι’ εκείνην,| και σφάκτην είχεν έρωτος και πόνον της αγάπης Αχιλλ. L 567. 2) Γίνομαι κομμάτια, διαλύομαι· (εδώ μεταφ.): τρέμω μη εκ το ανέκφραστον της υπαντής εκείνο| ραγεί η καρδία μου και σπασθεί και ανασπασθεί απ’ εμέναν Επιθαλ. Ανδρ. Β´ 552. Β´ (Μτβ.) ρουφώ με τη μύτη· εισπνέω: τους μυκτήρας αυτού (ενν. του ιέρακος) αλείψεις, ίνα σπάται διά των μυκτήρων την του φαρμάκου δύναμιν Ιερακοσ. 4471. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = 1) (Για πράγματα) α) διαλυμένος, τσακισμένος, κατεστραμμένος: Από τες Φώκες έφυγαν αυτάνα οπού γλύσαν (ενν. κάτεργα και μπερτόνια)| και εις την Χίον έφτασαν κι εκεί εκαταντήσαν| κουτσά, σπασμένα, με λειψά και με μεσά κουπία,| δίχως αξάρτια δυνατά οπού ’χαν τα πρωτεία Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 6251· Έρχεται Μαριά εκ τον μύλον,| και βαστά σακίν αλεύριν,| και δισάκιν εσπασμένον,| να ζυμώσει τα κουλλίκια (παραλ. 1 στ.) να τα φάγουσι τα γίδια,| οπού τα βουνά κρατούσιν Λέοντ., Αίν. I 81· (εδώ μεταφ. για μουσικό όργανο, σε ένδειξη πένθους· πβ. ά. μουγγός 2): Είκοσι οι φρονιμότεροι κι οι πλια του τιμημένοι (ενν. του ρήγα)| σηκώνουσινε το νεκρό, τα μαύρα φορεμένοι (παραλ. 4 στ.). Εκεί που εγίνη ο πόλεμος γύρου τριγύρου επηαίνα| με σάλπιγγες μουγγές μουγγές και τύμπανα σπασμένα Ερωτόκρ. (Αλεξ. Στ.)2 Δ́ 1970· β) που έχει ρωγμές, σπασίματα (πβ. ΠΔ (Rahlfs) Ιερεμ. 213: λάκκους συντετριμμένους): Δύο και κακά έκαμεν ο λαός μου, εμένα επαράτησε την βρύσιν του νερού της ζωής και εσκάψασιν εις του λόγου τους λάκκους σπασμένους, οπού δεν θέλουσιν ημπορεί να κρατήσουσι το νερόν Χριστ. διδασκ. 110. 2) (Για όργανο του σώματος, εδώ πιθ. σε κατάρα) που είθε να πάθει ρήξη, να ανοίξει: η κοιλία σου σπασμένη και ο κώλος σου έξω Σπανός (Eideneier) Α 13. 3) (Για πρόσωπα) α) που πάσχει από κήλη· (εδώ πιθ. μεταφ.) σεξουαλικά ανίκανος, άτεκνος (βλ. και Κεχαγιόγλου [Πτωχολ. σ. 520]): ο πατήρ σου ο κυρ Πέρος| είχεν νόσον δυσουρίας,| ήτον και σπασμένος, τέκνον,| ουκ ηδύνατο δε όλως| ότι να ποιήσει τέκνον Πτωχολ. (Κεχ.) P 320· β) σπάζορχις (βλ. ά.): παν ανήρ ος εις αυτόν ψέγος να μη σιμώσει … γή φτενός γή ανακάτωμα εις το μάτι του γή ψωριάρης γή λεπρός γή σπασμένος Πεντ. Λευιτ. XXI 20· γ) (υβριστ. για γυναίκα) που έχει χάσει την παρθενιά της· (κατ’ επέκταση) πόρνη (βλ. και Κεχαγιόγλου, ό.π): Θέλει να ’μαι λιγδωμένη,| άπλυτη και ρυπωμένη,| και αν με δει καλοπλυμένη| και καλοφακιολισμένη,| λέει: «διά ’δέ την δοξεμένη,| την πουτάνα, την σπασμένη!» Έπαιν. γυν. (Vuturo) 452· Πρώτα λέγω τες παρθένες,| δεύτερο τες παντρεμένες| κι ύστερα τες κουρεμένες,| τες χηράδες τες σπασμένες Έπαιν. γυν. (Vuturo) 20· (εδώ προκ. για πουλί): έκατσες (ενν. συ, ωτίδα) ως κουβουκλαρέα απάνωθεν των όλων,| μαθόν κοπελορίκτουσα, λιβαδοαναθρεμμένη,| τσαμπουνομύτρια, ακρόκωλε και φουστανοφορούσα,| σπασμένη και πανάτσαλη, με τον πηλόν χρισμένη Πουλολ. (Τσαβαρή)2 36.
       
  • στέργω (I),
    Κομν., Διδασκ. Δ 108, Σπαν. P 37, Σπαν. (Λάμπρ.) Va 98, Πόλ. Τρωάδ. (Παπαθωμ.-Jeffr.) 505, Χρον. Μορ. H 982, Χρον. Μορ. P 8673, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 241, Συναξ. γαδ. (Moennig) 259, Σαχλ. Β΄ (Wagn.) PΜ 622, Λίβ. διασκευή α 1214, Λίβ. Esc. 1129, Χρον. Τόκκων 1517, Λίβ. Va 343, Ιμπ. 151, Φαλιέρ., Θρ. (Bakk.-v. Gem.) 105, Φαλιέρ., Ιστ.2 345, Αργυρ., Βάρν. K 48, Σφρ., Χρον. (Maisano) 8418, Θησ. Β́ [973], Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 202, Συναξ. γυν. 35, Έκθ. χρον. 2411, Ιμπ. (Yiavis) 770, Κορων., Μπούας 141, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 332v, Δεφ., Σωσ. 122, Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ή́ [295], Κακοπ. 91, Βυζ. Ιλιάδ. 970, Μαλαξός, Νομοκ. 89, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 611, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 650, Χρον. σουλτ. 7033, Ιστ. πολιτ. 812, Ιστ. πατρ. 8011, Zygomalas, Synopsis 123 A 15 δις, Πηγά, Χρυσοπ. 232 (5), Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 13911, Δωρ. Μον. XXV δις, Κυπρ. ερωτ. 14218, Παλαμήδ., Βοηβ. 47, Σταυριν. 1203, Ιστ. Βλαχ. 1063, Διγ. Άνδρ. 3674, Βίος Αισώπ. (Eideneier) I 2616, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 77v δις, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 784 ρια΄ 3, Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Ά́ 1078, Λίμπον. 230, Χριστ. διδασκ. 56 σημ., Ζήν. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) Β́ 435 δις, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 8854, κ.π.α.· εστέργω, Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 18· στρέγω, Χρον. Μορ. P 982, 1767, 6381, 6686, Αχιλλ. (Smith) O 236, Λίβ. Va 780, 3107, Κατζ. Γ́ 138, Παλαμήδ., Βοηβ. 681, Hagia Sophia ν 5451· γ́ πληθ. αορ. εστεργόντησαν, Χρον. σουλτ. 12831, 33· παθητ. αόρ. εστεργήθην, Χρον. Μορ. H 1015, 6686, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 255, Βίος Αισώπ. (Eideneier) Ε 29426, Χρον. σουλτ. 374· εστέργην, Χρον. Μορ. H 431, 967.
    Το αρχ. στέργω. Ο τ. εστέργω από μετρ. αν. Ο τ. στρέγω στο Somav., σε έγγρ. του 16. αι. (Κασιμ., Έγγρ. 163 (254)) και σήμ. λαϊκ. Τ. στρέχω σε έγγρ. του 18. αι. (Τουρτόγλου, ΕΚΕΙΕΔ 22, 1977, 14) και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., Λεξ., λ. στρέγω, ΛΚΝ, λ. στρέγω). Για τους παθητ. αορ. εστεργήθην και εστέργην βλ. και Lex. Chron. Mor., λ. στέργω/στρέγω. Η λ. και σήμ.
    Α´ Μτβ. 1) Αγαπώ, εκτιμώ, τιμώ κάπ.: Οπόταν θέλεις κτήσεσθαι μετά τινος φιλίαν,| πολυπραγμόνει, μάνθανε, ψηλάφα, κατερώτα (παραλ. 1 στ.) μάλλον αν είχεν προ εσού φίλον και πώς τον είχεν (παραλ. 1 στ.). Καν μάθεις ότι καθαράν εφύλαξεν αγάπην,| τότε και συ αναγκαλίσου τον και δέξου τον ως φίλον.| Ει δ’ εις τον πρώτον έσφαλε κι ουκ έστερξεν ως φίλον,| φεύγε όσον το δύνασαι, αποχωρίσθησέ τον Σπαν. A 94· τον εκρατούσαν (ενν. τον Παλαμήδη) άπαντες μικροί και μεγάλοι ώσπερ Θεόν και ηγαπούσαν και έστεργάν τον από καρδίας, ότι είχεν σοφίαν και φρόνησιν ισχυράν Τρωικά 5272· (προκ. για συζύγους): Ο δε βασιλεύς Ιωάννης ην μη στέργων την σύνοικον· η κόρη γαρ τῳ μεν σώματι και μάλα ευάρμοστος· ... όψις δε και χείλη … και οφρύων σύνθεσις αειδεστάτη Δούκ. 13712. 2) α) Δέχομαι, αποδέχομαι: αποκρισάρην έστειλε (ενν. ο Σερμπάνος εις τον Σέκελ Μωυσή) και δώρα να του πάγει (παραλ. 1 στ.), να παύσει εκ τον πόλεμον, να παύσει των σκανδάλων (παραλ. 5 στ.)· αγάπην δεν ηθέλησε, μηδ’ έστερξε τα δώρα Ιστ. Βλαχ. 129· Θυσίαν και προσφοράν και ολοκαυτώματα και θυσίαν περί αμαρτίας δεν ηθέλησες ουδέ έστερξες (ενν. Χριστέ) Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Εβρ. ι’ 8· (μέσ.): Στέργομαι την αγάπην σου, έρχομαι εις θέλημάν σου,| να γένω στράτα να πατείς και γης διά να περάσεις Ερωτοπ. 252·   β1) (προκ. για πρόσωπο) αναγνωρίζω το κύρος, την εξουσία κάπ.: Ήσαν και άλλοι άρχοντες έντιμοι της συγκλήτου| και τον λαόν ιλάρωσαν να στέρξουν την κυράν τους (ενν. την βασίλισσαν) Χρον. Τόκκων 1224· τους όρισεν (ενν. ο σουλτάνος τους κληρικούς) ότι να κάμουν άλλον πατριάρχην, και εκείνον τον πρώτον τινάς να μηδέν τον ενδέχεται ουδέ να τον εστέργει Ιστ. πατρ. 1324· ατίμησες την βασιλείαν, το γένος των Ρωμαίων·| ποίος να στέρξει αποτουνύν Ρωμαίου τινός ανθρώπου; Χρον. Μορ. P 671· β2) παραδέχομαι, αναγνωρίζω κ. ως έγκυρο, νόμιμο ή αληθινό: γνους (ενν. ο πάπας Ευγένιος) την αδυναμίαν των ανατολικών Ρωμαίων, ήλπισεν ευκόλως ποιήσαι την ένωσιν και στέρξωσι τας δόξας των Λατίνων Έκθ. χρον. 68· μήτε την Κυρίαν ημών Δέσποινα Θεοτόκον έστερξαν (ενν. οι ασεβείς) ότι, ναι, αυτή τον εγέννησεν (ενν. τον Υιόν του Θεού) και παρθένος ήτονε και παρθένος έμεινεν Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 30r· δεκαεπτά επίσκοποι … δεν έστερξαν την πρώτην αγίαν Σύνοδον Ροδινός (Βαλ.) 151· (αμτβ., σε προτροπή): στέρξε, εγνώρισά τον,| ακόμη ολομόναχος στέκεται στον δρυμώνα.| Καλά τι έναι άθλιος, όλος αλλοχροιασμένος,| πλην στέρξε, τι αυτός έναι, ουκ είμαι λαθασμένος Θησ. Έ́ [65, 8(νομ.): Εγώ, ο άνωθεν ειρημένος Μιχαήλ, στέργω και ’μολογώ τα άνωθεν ειρημένα Ολόκαλος 1714· Περί διαθήκης μαρτύρων, οπού μαρτυρούσιν εις ταύτην, και ότι οι μοναχοί δεν μαρτυρούν ουδέ στέργεται η υπογραφή των Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 646 λγ́ 2·   γ1) συμφωνώ, συναινώ, συγκατατίθεμαι: εγώ, ωσάν ήκουσα τους λόγους του, επίστευσα και έστερξα να τον συνοδεύσω ανεξετάστως Διγ. Άνδρ. 36916· Εις τούτο η αρχόντισσα, ως φρόνιμη όπου ήτον,| εσυγκατήβη, έστερξεν ότι να πάρει άντραν Χρον. Μορ. P 7369· Μόνο να τους μηνύσομε για να παραδοθούνε,| να πάψει ο φόνος ο πολύς, να μην αντισταθούνε·| ειδέ και δεν το στέρξουσιν, όλους χαλάσετέ τους Διακρούσ. (Κακλ.) 407· (αμτβ.): Οπού με παρθένον κόρην σμίξει, με το θέλημα μεν εκείνης χωρίς δε να το ηξεύρουσιν οι γονείς της, όταν η πράξις που έκαμεν φανεί, ει μεν θέλει να την πάρει γυναίκα και συναινούσι και στέργουσι και οι γονείς, ας γένει ο γάμος Zygomalas, Synopsis 214 Κ 48· ακούσας ο Νοταράς περί τούδε του οφφικίου έστερξε, πλην εκουσίως ή ακουσίως ουκ οίδα Ψευδο-Σφρ. 36832· ποιήσαντες γαρ ένωσιν οι μεν, οι δε, εναντιούμενος γαρ ο Εφέσου ουκ ηθέλησεν υπογράψαι, άνευ γαρ εκείνου οι πάντες έστερξαν και υπέγραψαν Έκθ. χρον. 76· (μέσ.): οι Τούρκοι οπού ήσανε στην Καλλίπολη … είπανέ του ότι: «εμείς δεν στεργόμεσταν να δώσεις την Καλλίπολη των Ρωμαίων» Χρον. σουλτ. 5822· γ2) (για συμφωνία, συνθήκη, κ.τ.ό.) συνομολογώ: σαν γενεί συνήβασις και να στερχθεί αγάπη,| τότε ο όρκος γίνεται με την χαράν γεμάτη Ιστ. Βλαχ. 1439· διοριάν της έδωκεν (ενν. ο Θησεύς της Ιππόλυτας) να πάρει την βουλήν της (παραλ. 1 στ.), τες συμφωνιές του να στερχθεί διά το καλύτερόν της Θησ. (Foll.) I 45· δ) επιδοκιμάζω, εγκρίνω· επικυρώνω: Ηκούσας τούτο ο ευγενής αυτός ο Καμπανέσης,| και όλοι γαρ οι έτεροι οπού ’σαν της βουλής του,|τον σερ Τζεφρέν επαίνεσαν, τον λόγον του εστέρξαν Χρον. Μορ. P 1672· να του συντύχουν (ενν. του βασιλέα) φρόνιμα …,| τες συμφωνίες όπου έποικεν ο υιός του με τον πάπαν,| αν ένι ότι αρέσουν του και θέλει να τες στέρξει Χρον. Μορ. H 567· (μέσ.): οι Γενουβήσοι δεν εστεργήθησαν ταύτα τα λόγια, μόνε εκάμανε αμάχη με τον σουλτάνο Χρον. σουλτ. 10316· προστάγματα του έποισαν με κρεμαστές τες βούλλες,| την δύναμίν τους του έδωκαν κι υπόσχεσιν εποίκαν,| το ό,τι ποιήσει να στρεχτούν και να το εκπληρώσουν Χρον. Μορ. P 318· ε) ανέχομαι, υπομένω: Στάσου ομπρός μας όμορφα και πες μας την αλήθεια,| και μη μας λες, κυρ γάδαρε, αυτά τα παραμύθια.| Αυτά ’ναι λόγια των κλεπτών και ψεματολογίες,| ου στέργομε, ου θέλομε τέτοιες μυθολογίες Γαδ. διήγ. (Βασιλ.) 350· Θεός οργίσθην τον (ενν. τον Σερμπάνον), να τον διώξει θέλει,| διότι δεν εφύλαξε τάξιν της αφεντίας,| αμή εκαταφρόνεσε κι έκαμεν ασωτίας (παραλ. 1 στ.), και ο Θεός δεν έστερξε τόσας παρανομίας Ιστ. Βλαχ. 246· εμείς να είμεστεν Τούρκοι και οι χριστιανοί να μας ορίζουν και να μας κρούγουν; Ημείς αυτό δεν το στέργομε Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 38v· Στέργετε την ασχόλησιν, ποτέ μη αδημονάτε·| η αναμονή καλή έναι, πληρώνει ακέραιον πράγμα Λίβ. Va 985. 3) (Για λόγο, υπόσχεση, όρκο, φιλία, κ.τ.ό.) τηρώ, κρατώ: Υιέ, …| μη είσαι και διπρόσωπος, μη είσαι ψεματάρης·| τό θέλεις ειπείν εξαρχής, στέργε το μέχρι τέλους,| και ούτως να σ’ έχουν εις τιμήν διά το ’ποληπτικό σου Σπαν. (Μαυρ.) P 279· Από όσα τους ετάχθηκεν εκείνη η κυρά τους,| κανένα δεν τους έστερξεν, μάλλον και έσφαλέν τους Χρον. Τόκκων 1287· τον όρκον του ο ασεβής ποσώς ου στέργει τούτο,| διατ’ είναι γένος άπιστον και πλήρης γέμον δόλου Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 498. 4) Θέλω, επιθυμώ: τέτοια κόρην ευγενική …| να την αφήσω δεν μπορώ, ο νους μου δεν το λέγει| να ’ναι μέσα στα σκοτεινά, μηδ’ ο Θεός το στρέγει Μαρκάδ. 208· οι μπασιάδες, ο βασιλεύς στην Κωνσταντίνου πόλη| τον εφοβούνταν (ενν. τον Μιχαήλ) περισσά και τον είχασιν χρεία,| ότι δώρα του έστειλαν μέσα εις την Βλαχία,| στέργοντας την φιλίαν του, μ’ αυτούς αγάπην να ’χει,| να μη τους έχει έχθρηταν μηδέ να κάμν’ αμάχη Παλαμήδ., Βοηβ. 415. 5) Πιστεύω, νομίζω: αν ήτον μπορεζάμενον η νιότης να πουλιέτον,| στέργω κανένας γέροντας στον κόσμο να μην ήτον,| στέργω τον βιον του να έδιδε, να μνίσει με το ιμάτι,| μόνον να εξανάνιωνε το παλαιό δερμάτι Κακοπ. 182, 183· θέλω γράψει προς εσέν και όνειρον οπού είδα| και στέργω να ’ναι για καλό Φαλιέρ., Ενύπν.2 10. Β´ Αμτβ. α) Έχω ισχύ, εξουσία: την εξουσίαν του έδωκε (ενν. ο Χριστός του αγίου Πέτρου) να δέσει και να λύσει·| όσον ποιήσει εις την γην, εις ουρανούς να στέργει Χρον. Μορ. H 778· β) (νομ., για διαθήκες, νομικές πράξεις) ισχύω, είμαι έγκυρος: Η διαθήκη του αιχμαλώτου, οπού εποίησε προτού να αιχμαλωτισθεί, στέργει Νομοκριτ. 101· Περί αφηλίκων οπού είναι υπό επιτρόπων, ότι χωρίς της γνώμης των επιτρόπων δεν κάμνει τίποτες, ότι, αν κάμνει, δεν στέργει, και είτι πουλήσει άνευ γνώμης του επιτρόπου, ύστερον τα επαίρνει οπίσω Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 11130. Το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = (νομ.) εγκυρότητα, νομική ισχύς (για τη χρ. βλ. και Hesseling-Pernot [Ερωτοπ. σ. 185]· απ. και σε έγγρ. του 16. (Κώδ. Παναγ. Σπηλιώτ., ΔΙΕΕΕ 23, 1980, 464) και 17. αι. (Βισβίζ., ΕΑΙΕΔ 1, 1948, 89, 94)· βλ. και ά. στέργος): Η δε τριακοστή ενάτη (ενν. νεαρά) του κυρ Λέοντος περί διαθήκης, οπού δεν βουλλώσει ο άρχων του τόπου, λέγει ότι και εκ μόνης των μαρτύρων της υπογραφής να έχει το στέργον Νομοκριτ. 100· Εκράτησαν δε μόνον εκείναι (ενν. αι νεαραί), αι οποίαι διελάμβαναν κρίσεις που οι παλαιοί νομοθέται δεν έγραψαν ή ... τόσον καθαρά δεν εφανέρωσαν. Και έχουσι το κύρος και στέργον και βέβαιον Zygomalas, Synopsis 247 Ν 20· (μεταφ.): Εντρέπομαι να σε το πω, κυρά μου, ότι αγαπώ σε.| Κι εσύ, κυρά, δειλιάζεις το να πεις ότι αγαπάς με. (παραλ. 1 στ.) Εγώ, αν το πω, δειλιάζω το μήπως με απολογιάσεις,| κι εσύ, αν το πεις, πανέμνοστη, έχει το στέργον, κόρη,| και να ’ναιν σαν χρυσόβουλλον, κατάλυσιν να μη έχει Ερωτοπ. 544.
       
  • στερώ,
    Γλυκά, Στ. 64, Καλλίμ. 111, Ασσίζ. 6819, Ιερακοσ. 50115, Διγ. Ζ 1007, Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 861, 873, Ερμον. Χ 324, Ερωτοπ. 124, Λίβ. διασκευή α 3462, Ιμπ. 326, Θρ. πατρ. Ο 20, Αλφ. 1480, Έπαιν. γυν. (Vuturo) 367, Κορων., Μπούας 92 δις, Αξαγ., Κάρολ. Έ́ 1122, Ιστ. πολιτ. 364, Μορεζ., Κλίνη φ. 482r, Πτωχολ. (Κεχ.) P 280, Χίκα, Μονωδ. 48, Ιστ. Βλαχ. 2374 [= Γέν. Ρωμ. 16], Σουμμ., Ποιμ. πιστ. Β́ 216, Λίμπον. 503, Ροδινός (Βαλ.) 199, Μαρκάδ. 384, Διγ. Ο 884, κ.α.
    Το αρχ. στερέω. Η λ. και σήμ.
    I. (Ενεργ.) αφαιρώ κ. από κάπ. ή τον εμποδίζω να αποκτήσει κ. που επιθυμεί: πολλάκις εστέρησε (ενν. η τύχη) τα στάμενα των πλουσίων και έδωκέ τα εκείνου οπού δεν το ήλπιζε Σοφιαν., Παιδαγ. 104· το κράτος, το βασίλειον θέλεις να μου στερήσεις Αλεξ.2 Επίλ. 48· Ω αμιρά, …| την αδελφήν, ην ήρπασες, μηδέν μας την στερήσεις Διγ. Ζ 445· Εί τινος τάξεις τίποτες, να μη του το στερήσεις,| μηδέ από τον λόγον σου οπίσω να γυρίσεις Ιστ. Βλαχ. 1559· ολπίζω να μην με στερήσει (ενν. η Παρθένος) της επιθυμίας μου Μορεζ., Κλίνη φ. 7r· φρ. στερώ την ζωήν κάπ./ στερώ κάπ. του βίου = σκοτώνω κάπ. (πβ. φρ. παίρνω τη ζωή κάπ., βλ. ά. επαίρνω 1στ): Ο ρήγας δεν ηθέλησε με δίστομα μαχαίρια| να τους στερήσει την ζωήν, μα σε νησί τους βάλλει,| και πάντες εξεπνεύσασι ’κ την πείναν την μεγάλη Κορων., Μπούας 17· Ο δ’ αύθις τον ομόφυλον εστέρησε του βίου| και τούτου χάριν έπασχεν ως κατακεκριμένος Γλυκά, Στ. 492. II. (Μέσ.) δεν έχω, μου λείπει κάπ. ή κ.· χάνω κάπ. ή κ.: γραμματισμένος| δεν είμαι, μα από μάθησιν και γνώσιν στερημένος Λίμπον. Αφ. 72· τας νύκτας ου περιπατεί, τον ύπνον ου στερείται Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 840· το φρόνημα εδούλωσας αναίσχυντον ποιήσας| προς σε και μόνον, άγουρε, και προς την σην αγάπην,| δι’ ης αρνούμαι και γονείς και συγγενείς στερούμαι Διγ. Ζ 1910· Λοιπόν η ση προμήθεια συντόμως μοι φθασάτω,| πριν φάγω και τα ακίνητα και πέσω και αποθάνω (παραλ. 1 στ.) και των επαίνων στερηθείς ων είχες καθεκάστην Προδρ. (Eideneier)2 Β́ 114· εις κείνον τον πόλεμον φοβήθη ν’ αποθάνει| και εστερήθη της τιμής, πάντες ν’ τον ονειδίζουν Κορων., Μπούας 38· Ρήγας και αν γένεις, άνθρωπε, και χώρας αν κατάρξεις (παραλ. 2 στ.), την δε ψυχήν σου στερηθείς, πάντα κενά να πράξεις Αλφ. (Μπουμπ.) I 68· εστερήθη (ενν. η Ρώμη) της ουρανίου βασιλείας και εβγήκεν από την χάριν του Θεού Γεργάν., Εξήγ. Αποκ. 212· φρ. (1) στερούμαι οφθαλμούς = τυφλώνομαι: οφθαλμούς στερούμενος τον πλούτον τι τον χρήζω; Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 934· (2) στερούμαι της ζωής/ το φως του ηλίου = πεθαίνω: παρευθύς εσφάξασι κι έγδειραν πλείστα ζώα,| και της ζωής στερούμενα έκαστον τότ’ εβόα Κορων., Μπούας 25· να τύχω εις θάνατον πικρόν …,| και να το στερηθώ το φως του λάμποντος ηλίου Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 388. Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =   (α) που του λείπει κ., που έχει ελλείψεις: έχεις πολλά, λέγεις μου, και είσαι αξιωμένος,| να πάρω θέλω από σεν εγώ ο στερημένος Αλεξ.2 1812· (β) (κατ’ επέκταση) δυστυχισμένος: Εζήτουν πάντα να σας δω κι έτσι ήμουν ταμένη,| πριν παραδώσω την ψυχήν και πάγει στερημένη (έκδ. στορημένη· διορθώσ.)| και δεν σας δουν τ’ αμμάτια μου, παιδάκια μου καμένα Θρ. Κύπρ. (Παπαδ. Θ.) 548.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης