Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 10 εγγραφές  [0-10]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Άνθ. χαρ. (Κακ.)

  • αλλόπιστος,
    επίθ., Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. (Legr.) 321, Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 14v, Βεντράμ., Γυν. (Knös) 238.
    Από την αόρ. αντων. άλλος και το ουσ. πίστη. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Που έχει άλλη πίστη, θρησκεία, που δεν είναι ορθόδοξος (Η σημασ. ήδη στον 7. αι., Sophocl., και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): την δύναμήν σας βάλετε ώστε να εκδικηθείτε| τα έθνη τα αλλόπιστα στην βρομερήν των πίστην Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 321. —Συνών.: αλλόφυλος 2. — Πβ. και αλλογενής.
       
  • απαντώ,
    Γλυκά, Στ. (Τσολ.) 181, 189, 195, 303, Ασσίζ. (Σάθ.) 836, 4555, 47228, Διγ. (Καλ.) Esc. 681, 682, 683, 686, 688, Διγ. (Καλ.) A 417, Ακ. Σπαν. (Legr.) 289, 2, Πόλ. Τρωάδ. (Μαυρ.) 523, Ερμον. (Legr.) E 161, Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4003, 4916, 6413, Χρον. Μορ. (Schmitt) P 3765, 4020, Βίος Αλ. (Reichm.) 5341, Θεολ., Τζίρ. (Λάμπρ.) 3553, Λίβ. (Μαυρ.) P 2768, Αχιλλ. (Haag) L 91, 1121, Αχιλλ. (Hess.) L 135, 1493, Ιμπ. (Κριαρ.) 30, 95, 99, 108, 254, 352, 375, Χρον. Τόκκων (Schirò) 1521, Φυσιολ. (Zur.) XLV 16, Μαχ. (Dawk.) 28, 7620, 1066, 36426, 42030, 42420, 6226, 6827, Δούκ. (Grecu) 439-10, 10518, 1537, Αρμούρ. (Κυριακ.) 65, 137, Διήγ. Αλ. (Mitsak.) V 29, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 10836, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 105, 116, 140, Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 13r Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) V 676, Αιτωλ., Μύθ. (Λάμπρ.) 1153, Ρίμ. θαν. (Κακ.) 122, Πιστ. βοσκ. (Joann.) ΙΙΙ 2, 102, Ιστ. Βλαχ. (Legr.) 1731, 1734, Σουμμ., Ρεμπελ. (Σάθ.) 182, 184, 186, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 27, Ιντ. κρ. θεάτρ. (Μανούσ.) Β΄ 44, Ροδολ. (Μανούσ.) Γ΄ [133. 501], Λίμπον. (Legr.) 327, Λεηλ. Παροικ. (Κριαρ.) 415, Διγ. (Lambr.) O 2048, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 15824, 27220, 28110, Διακρούσ. (Ξηρ.) 32721· ’παντώ, Ασσίζ. (Σάθ.) 13920, Διγ. (Hess.) Esc. 149, Διγ. (Καλ.) Esc. 360, Gesprächb. (Vasm.) 10128, Αχιλλ. (Hess.) L 262, Μαχ. (Dawk.) 27226, 35830, 61218, 6224, 63411, Γεωργηλ., Θαν. (Wagn.) 578, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 859, 9232, Ιμπ. (Legr.) 104, 113, Πένθ. θαν. (Ζώρ.) N 140 (έκδ. ’παντούν· ορθή διόρθωση Πολ. Λ., Μετά Άλ., σ. 46, πατούν), Βεντράμ., Φιλ. (Ζώρ.) 163, Διγ. (Πασχ.) Άνδρ. 37932, Ερωτόκρ. (Ξανθ.) Β΄ 647, Διγ. (Lambr.) O 2557· ’μπαντώ, Φαλιέρ., Ιστ. (Ζώρ.) A 638.
    Το αρχ. απαντώ. Η λ. και σήμ. κοιν. (ΙΛ). Για παλαιότερη χρ. της βλ. Kaps., Vorunters. 141.
    1) α) Συναντώ (Η σημασ. αρχ. L‑S στη λ. Ι 1α και σήμ., ΙΛ στη λ. 1): μια κορασιά μ’ απάντησε μ’ όμορφα πλήσια κάλλη Ιντ. κρ. θεάτρ. Β΄ 44· συναπάντημα είναι κακόν μεγάλον, αν απαντήσεις τον παπάν ή ιερωμένον άλλον Ιστ. Βλαχ. 1734· ένας αγάς τ’ απάντησε κι εκεί τονε γκρεμίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. 27220· ως γιον έρκετον, εις την στράταν επάντησε ’νού καραβίου σαρακήνικου Μαχ. 27226· ποτέ ντου δεν εθέλησεν, όπου κι αν του ’παντήξει, να τση μιλήσει, όντε τη δει Ερωτόκρ. Β΄ 647· βλ. και ανταμώνω Ι 1α, ΙΙ Α1, Β1, απαντήχνω α· β) προϋπαντώ, υποδέχομαι (πβ. Lampe, Lex. στη λ. 2): Τρία μίλια ’κ την Πάδουβα εξέβη ν’ απαντήσει εμένα Διγ. O 2048. Βλ. και αναδέχομαι 2, απαντήχνω β. 2) Αποκρίνομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 2): ο είς στον άλλον (έκδ. τον άλλον· διορθώσ.) απαντά με τ’ άρματα να σώσει Τζάνε, Κρ. πόλ. 28110. 3) Ανταποκρίνομαι (σε κάτι), υπακούω: ει μεν απαντήσει προς το θέσπισμα, τον θηρώμανον έξουσιν ως ανδράποδον· ει δ’ αποκρούσει το προσταχθέν, εύδηλον, την κατηγορίαν καταγγελούσι Δούκ. 439-10· βλ. και αγροικώ ΙΙΙ 1β, ακούω Α6, ακρουμάζομαι 2. 4) α) Αντιμετωπίζω (σε μάχη, σε αγώνα, κτλ.), αντικρούω (Η σημασ. αρχ., L‑S στη λ. Ι 2α· πβ. ΙΛ στη λ. 3): «εσύ πόσους δύνασαι, Βασίλη, απαντήσαι;» Διγ. Esc. 686· ορίζει τον ν’ αρματωθεί, πάγει να τον ’παντήσει Ιμπ. (Legr.) 104· Διά ν’ απαντήσουν τον θυμόν, τες κονταρές των Φράγκων Χρον. Μορ. (Καλ.) H 4916· Υπάγει να απαντηθεί εκείνος με τον ξένον Ιμπ. (Κριαρ.) 108· να απαντήσει αδείλιαστα του Χάρου το δρεπάνι Λίμπον. 327· βλ. και αντιπαλαμώμαι, αντιπαρίσταμαι, απαντήχνω γ· β) (σε δικαστήριο) αντικρούω (αντίδικο): η συντροφία εντέχεται να αξιάζει, ίνα απαντήσει μέσον τους συντρόφους Ασσίζ. 836· βλ. και αντιδικώ β· γ) υπερνικώ (συναισθ. κατάσταση): Ουδέ παλάτια δύνονται ουδ’ εκκλησιές μπορούσι| αλλαδεφόρως τον καημόν τόν έχω να ’μπαντούσι (έκδ. ν’ αμπαντούσι· διορθώσ.) Φαλιέρ., Ιστ. A 638· δ) προστατεύω, προφυλάσσω (Βλ. Ξανθ., Χρ. Κρ. 1, 1912, 536 και ΙΛ στη λ. 5): Εάν ήσαν αληθινοί οι θεοί των Ελλήνων, απαντηθήν ήθελαν από την ιστίαν, ότι να μηδέν καγούν Διήγ. Αλ. V 49. Βλ. και αγιτιάζω Αα. 5) Εμποδίζω (Η σημασ. και σε έγγρ. του 1538, Κατσουρ., ΕΜΑ 5, 1955, 5522 και σ. 84, λ. απαντημένο· και σήμ., ΙΛ στη λ. 3α, 4β): τούτα, καλέ, τα σίδερα δεν γνώθεις και απαντού σε; Φαλιέρ., Ιστ. V 676· και απάνω τα ’ποδήματα την σκόνην να ’παντούσιν Αχιλλ. L 262. Βλ. και ανακόπτω 1, αντωθώ 2. 6) (Αμτβ.) αντέχω: εστάθην δυνατός εις το σπαθίν του και εδιαφεντεύγετον ώσπου άπάντα Μαχ. 42420· ψυχή πολύπονε, πολυσυμφορωτάτη,| πώς απαντάς παράδοξον, πώς ουκ ερράγης ξένον Γλυκά, Στ. 181. 7) α) Διαρκώ (βλ. Σακ., Κυπρ. Β΄ σ. 460): εποίκασιν πόλεμον και απάντησεν πολλήν ώραν Μαχ. 36426· οι κριταί να ποιήσουν δίκαιον ... όσον απαντά η εξουσία του ρηγός Ασσίζ. 47226· ήλθεν άλλον θανατικόν όπου ’πάντησεν περίτου παρά α΄ χρόνο Μαχ. 6224· γι’ αυτόν ’παντά πνοή μου·| αμμέ πικρή ζωή μου| ως γιον στον ήλιον χιόνιν εφυράτον Κυπρ. ερωτ. 859· β) (προκ. για πράγμ.) διατηρούμαι: αν είχαν ποίσειν τα καρτζά ασημένα, ήθελα είσταιν τόσα φτενά, ότι ήθελαν καταλύεσθαιν γλήγορα· αμμέ εσμίξαν τα με το χάρκωμαν ν’ απαντούν Μαχ. 7620· τα πράγματα εκείνου του τεθνεώτος ήσαν τοιαύτα οπού ουδέν εδύνουνταν να βαστάξουν να ’παντήσουν χρόνον και ημέραν να μηδέν ποντιστούν Ασσίζ. 13820· γ) κρατιέμαι στη ζωή: πόσον καιρόν ν’ απαντήσομεν, μέλλει να ’ποθάνομεν Μαχ. 28. 8) Ικανοποιώ: δεν τους απάντα να στέκουνται ως εστέκανε και οι πατέρες τους εις την τάξην και υποταγήν Σουμμ., Ρεμπελ. 184. Βλ. και αδειάζω, αναπαύω Α 1Ϛ, αναπληρώνω Α 2β.
       
  • απλαζίρι(ν)
    το, Μαχ. (Dawk.) 24433, 32032, 46627, 53435, 66829, Βουστρ. (Σάθ.) 418, 429, 430, 466, 467, 487, 525, 536, Άνθ. χαρ. (Κακ.) V φ. 1r· απλαζίρ, Βουστρ. (Σάθ.) 428, 465.
    Από το γαλλ. plaisir (Μαχ. (Dawk.) Β΄ σ. 237) ή το προβ. plaser (Χατζ., Ξέν. στοιχ. 66). Για τη λ. βλ. και Kahane, DOP 36, 1982, 137, 140.
    1) α) Ευχαρίστηση: Θωρώντα του ο μέγας μάστρος επήρε μεγάλον απλαζίριν και εποίκεν του μεγάλην τιμήν Βουστρ. 418· εμάθαμεν πως ... ούλοι οι αφέντες θέλουν σε διά ρήγαινα και επήραμεν μεγάλον απλαζίριν Βουστρ. 487. Βλ. και αναψυχήβ) επιθυμία: ει τις έχει απλαζίρι ν’ αγροικήσει τον πόσον των Γενουβήσων οπού επεθάναν εις το ρηγάτον της Κύπρου Μαχ. 46627. Βλ. και αγάπη 8α, ακρίβειαγ) διασκέδαση: τούτο εποίκαν το διά να πάρουν απλαζίριν όλην την Δευτέραν Μαχ. 66829. 2) α) Φιλοφροσύνη, περιποίηση: εποίκαν τους τιμήν και πολλά απλαζίρια και καλήν συντροφίαν Βουστρ. 466· βλ. και ανάπαυσις 1 Ϛ· β) εξυπηρέτηση, ευεργεσία: και έποικεν και άλλους πολλά απλαζιρία κι εκείνοι εποίκαν τον πολλά κακά Βουστρ. 429. Βλ. και αγαθοσύνη 4, δισπλαζίριν.
       
  • απογυρίζω,
    Σπαν. (Ζώρ.) V 159, Λόγ. παρηγ. (Lambr.) O 268, 274, Διγ. (Hess.) Esc. 1282, Διγ. (Sath.-Legr.) Τρ. 2200, Διγ. (Καλ.) A 1282, 3199, 3492, Πουλολ. (Krawcz.) 106, Άνθ. χαρ. (Κακ.) V φ. 3V, Σαχλ., Αφήγ. (Παπαδημ.) 668, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Ξηρ.) 1567, 15911, 16210, 17723, 18225, 2041, 26527, 39715, 4565, 50517· ’πογυρίζω, Κυπρ. ερωτ. (Pitsill.) 11821.
    Από την πρόθ. από και το γυρίζω. Για την από ως α΄ συνθ. βλ. αποβάφω (ετυμολ.). Η λ. και στο Du Cange, λ. απογυρίζειν και σήμ. (ΙΛ).
    1) (Αμτβ.) α) επιστρέφω, επανέρχομαι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. Α4): Κι ο κόσμος απογυρισε οπίσω στο Ποντέλο Τζάνε, Κρ. πόλ. 2041. Βλ. και αναγυρίζω Αα, αναζευγνύω, ανεπιστρέφω, ανθυποστρέφω Α)· β) στρέφομαι προς άλλο μέρος: αμμέ σ’ οσόν ’πογυρίσεις| λούννεις με τα κλάματά μου Κυπρ. ερωτ. 11821· γ) γυρίζω, περιστρέφομαι: ότι ο κόσμος εν τροχός, γουργόν απογυρίζει Σπαν. V 159· δ) περιφέρομαι (Η σημασ.και σήμ., ΙΛ στη λ. Α5): Μα πάλι βγαίνει ο πασάς έξω κι απογυρίζει| σιμά προς την Καλλίπολη και στα καστέλλια εγγίζει Τζάνε, Κρ. πόλ. 39715. 2) (Μτβ.) α) γυρίζω κάτι, θέτω κάτι σε κίνηση (πβ. και ΙΛ, στη λ. Β4): και απογυρίζει τον τροχόν, βλέπει τον τριγυρίαν Λόγ. παρηγ. O 274 β) παρακάμπτω κάτι (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στή λ. Α1): ογιά να σώσου στα Χανιά ’που τσι Κόρφους κινούσι (παραλ. 5 στ.) μ’ απογυρίζουν τα Σφακιά και τα Χανιά αφήκαν| και φτάνουν στη Γεράπετρο Τζάνε, Κρ. πόλ. 16210· γ) (ερωτικώς) επιδιώκω (κάποιον): και δι’ αύτο όπου έναι φρόνιμος ας τες απογυρίζει (ενν. τις πολιτικές),| κατά καιρόν ας τες πηδά και αν θέλει, ας τες χαρίζει| και τότε πάλι γλήγορα, ας τες αποχωρίζει Σαχλ., Αφήγ. 668. 3) Μέσ. α) γυρίζω: Το άλογον επόνεσεν,εσφίχθην εκ του πόνου,| επεγυρίσθην προς αυτόν και έβαλε του φευγειν Διγ. A 3492· β) γυρίζω και παίρνω στάση πολεμική απέναντι σε κάποιον: επήρε το κοντάρι τον, τρανώς επεγυρίσθη Διγ. Τρ. 2020.
       
  • αποδείχνω,
    Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 239, Ελλην. νόμ. (Σάθ.) 53814, Λίβ. (Lamb.) Sc. 1638, 2590, Λίβ. (Lamb.) Esc. 3756, Λίβ. (Wagn.) N 2467, Άνθ. χαρ. (Κακ.) ΕΑΙΙV, Κορων., Μπούας (Σάθ.) 10, Στάθ. (Σάθ.) Γ΄ 278, Βακτ. αρχιερ. (Μομφ.) 150, 170· ’ποδείχνω, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ (Ζώρ.) 791.
    Από τον αορ. απέδειξα. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    1) Παρέχω απόδειξη, αποδεικνύω·κάνω κάτι φανερό (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ): Εάν… δυναστεί να αποδείξει άπερ κατηγορεί την γυναίκα Ελλην. νόμ. 53814. 2) Κάνω κάποιον να φανεί ό,τι είναι: δόκιμον με απέδειξεν εις τής μαγείας την τέχνην Λίβ. Sc. 1638· φίλε, τον ουκ εγνώριζα και ο χρόνος παρ’ ελπίδα| φίλον μου σε απέδειξεν Λίβ. Esc. 3756.
       
  • αγίνωσκος,
    επίθ., Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 45r.
    Από το στερ. α‑ και το γινώσκω.
    Άπειρος, αδαής· (εδώ) αθώος: το κακόν οπού εγίνετον εις τούτον τον κόσμον εις τους αγινώσκους Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 45r (Πβ. το κακόν οπού να έποικες του καθαρού [= αθώου] Άνθ. χαρ. φ. Ε Cv. — Βλ. και αδόλωτος β, ακαταζήτητος, ακριμάστος, αμέριμνος δ, αναιτίατος β, αναμάρτητος γ, ανέγκλητος 1α.
       
  • αναγέλασμαν
    το, Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 44v.
    Από το αρχ. αναγελώ. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. αναγέλασμα).
    Εκβιασμός, βία: η τρίτη (ενν. μανιέρα) ένι να ποίσεις να ποίσουσιν κανέναν πράμαν στανιό του τινός και τούτον κράζουν το αναγέλασμαν Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 44v.
       
  • αναγέλιον
    το, Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 45v.
    Από το αναγελώ υποχωρητικά. Η λ. και σήμ. (ΙΛ, λ. ανάγελο).
    Εμπαιγμός, κοροϊδία (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ, ό.π. 1): εκείνον οπού δίδεται χωρίς θέλημαν δεν έναι καλόν δώρημα, αμμέ ένι αναγέλιον Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 45v.
       
  • ανανούς
    ο, Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 2v.
    Από το ανανοώ (βλ. Χατζιδ., Αθ. 22, 1910, 208) ή την πρόθ. ανά και το ουσ. νους. Η λ. και σήμ. (ΙΛ).
    Σοβαρή σκέψη, βαθειά κρίση (Η σημασ. και σήμ., ΙΛ στη λ. 1)· στη φρ. νους και ανανούς, όπως και σήμ., ΙΛ: κατά το λαλεί ο Αριστοτέλης εις το βιβλίον του απάνω εις την ψυχήν διά τον νουν και ανανούν Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 2v.
       
  • αουκτοριτά
    η, Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 3r.
    Το ιταλ. autorità γραμμένο με ιστορική ορθογραφία.
    Αυθεντία, κύρος (εδώ συγγραφέα): Γράφει ο φιλόσοφος ... προβιάζοντα (= αποδεικνύοντας) με αυκτοριτάν και ουδεκαμιά αρετή εμπορεί να ’ναι χωρίς αγάπην Άνθ. χαρ. (Κακ.) V 3r.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης