Skip to main content

Μεσαιωνική ελληνική

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά

Αναλυτικό Λεξικό Κριαρά


Εισαγωγή

Το Τμήμα Λεξικογραφίας του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας μπόρεσε να αφιερώσει τις δυνάμεις του στη σύνταξη του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669, συνεχίζοντας το έργο ζωής του Εμμ. Κριαρά. Το υλικό που κληροδοτήθηκε από τον καθηγητή Εμμ. Κριαρά βρισκόταν, κατά σειρές λημμάτων, σε διαφορετικές φάσεις επεξεργασίας.

Το σύνολο του υλικού υποβλήθηκε σε επανέλεγχο: μετά τις απαραίτητες προσθήκες και διορθώσεις (με βάση νέες εκδόσεις, μελέτες αλλά και τα νέα δεδομένα που έδινε η συστηματική αναζήτηση στοιχείων σε ηλεκτρονικές πηγές, όπως ο Thesaurus Linguae Graecae), στα παλιά προστέθηκαν και νέα λήμματα, με βάση τη διαρκώς συνεχιζόμενη αποδελτίωση.

Αναζήτηση

Αναζήτηση
Φάκελος λημμάτων
0
  Άδειασμα
  • Επιλογές αναζήτησης
    -  
 
Βρέθηκαν 28 εγγραφές  [0-20]

  Κείμ.αναζήτησης : % | Βιβλ.αναφορά : Άλ. Κων/π. (Matzukis)

  • πορνικός,
    επίθ., Καλλίμ. 2243, Ελλην. νόμ. 54023, 5419, 5668, Ασσίζ. 37724, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 316, Μαχ. 5226, 9, 53615, 62433, 68013, Βουστρ. (Κεχ.) 5112· πορνίκος, Βουστρ. (Κεχ.) A 5012, B 5112.
    Το αρχ. επίθ. πορνικός. Η λ. και σήμ.
    1) Που ταιριάζει σε πόρνη· (κατ’ επέκταση) άσεμνος: πόρνη γυνή των αναιδών ελθούσα συν Λατίνοις| προς τον ναόν τον μέγιστον της του Θεού Σοφίας,| ανόμως δ’ εισπηδήσασα προς τοις αδύτοις έσω,| ατρόμως επεκάθισεν επάνω του συνθρόνου| άδουσα μέλος πορνικόν, ωδάς αυτάς δαιμόνων| και τοις ποσίν ορχίσματα παίζουσα παμβεβήλως Άλ. Κων/π. (Matzukis) 312. 2) Νόθος, εξώγαμος: Περί των τέκνων των πορνικών, ποταπόν δίκαιον εντέχεται να έχουν εις τας κλήρας τας πατρικάς τους Ασσίζ. 26127. 3) (Για ζώο) που προέρχεται από διασταύρωση διαφορετικών ειδών: ο πάρδος προπετώς … προς τον λεοντόπαρδον τοιούτους λόγους λέγει:| «Εσύ ουκ είσαι φυσικόν, αλλά εξ ημισείας,| έχεις από τον λέοντα, έχεις και από μένα.| Και είσαι ζώον πορνικόν, κοπελοαναθρεμμένον,| καθώς δηλοί το όνομα το του λεοντοπάρδου …» Διήγ. παιδ. (Tsiouni) 867. Το αρσ. και θηλ. ως ουσ. = νόθος γιος ή κόρη: ο ποίος καβαλλάρης είχεν … μίαν κόρην ονόματι Μαρία … και μίαν πορνικήν ονόματι Λόζε Μαχ. 2424· και τον Τζανότ τε Λουζουνίαν, τον πορνικόν του πρίντζη …, εποίκεν τον (ενν. ο ρήγας) καβαλλάρην Μαχ. 60618. Το ουδ. εν. ως ουσ. = ακολασία: Και γράφουσι (ενν. οι τρεις ευνούχοι) τῳ βασιλεί το πορνικόν της κόρης (παραλ. 1 στ.) του μισθαργού την ένωσιν και τα κρυπτά του κήπου Καλλίμ. 2246.
       
  • πρηστήρ
    ο· πρησθήρ, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 525.
    Το αρχ. ουσ. πρηστήρ.
    α) (Εδώ) εκτόξευση φλόγας· (σε μεταφ.): ως αν μεταβουλεύσασθαι γένηται τοις εχθροίς σου,| επέχεις σου (ενν. μέγιστε σκηπτοκράτορ) τους κεραυνούς, τας φλόγας, τους πρηστήρας (παραλ. 1 στ.), όπως εκείνοι το πολύ της ύλης των πταισμάτων| καθυποσπάσαντες το πυρ σβέσωσι της οργής σου Γλυκά, Στ. Β́ 28· (ως επίθ. στο ουσ. κεραυνός): Ημέλησαν εσβέσθησαν οι κεραυνοί πρηστήρες;| Βαβαί, Χριστέ, κριμάτων Σου· βαβαί της ανοχής Σου Άλ. Κων/π. (Matzukis) 37· β) είδος φλογοβόλου όπλου: περιέδραμον Άραβες συναγμένοι (παραλ. 1 στ.) αντισταθήναι σπεύδοντες την στόλου επιφανείαν.| Ων τον σκοπόν ο βασιλεύς ιδόντα, τους πρησθήρας| μετά βολέων σιδηρών και φοβερούς σπινθήρας| απολυθήν’ επρόσταξε, ίνα διασκορπίσαι| αυτούς Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 349.
       
  • προάστιον
    το, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 502· πραστίον, Μαχ. 349, 36617, 40012, 61811, 65216, Βουστρ. (Κεχ.) 1187, 2245, 2287· πραστιόν, Κυπρ. χφ. 154· προάστιο(ν), Hagia Sophia k 48419.
    Το αρχ. ουσ. προάστιον. Ο τ. Πραστίον και σήμ. ως τοπων. στη Μάνη (Γιαννουλέλλης, Πλωμάρι 53). Τ. Πραστιό σήμ. ως τοπων. στη Χίο (Άμ., Γλωσσ. μελετ. 175, γρ. Πραστειό). Πβ. και τοπων. Πρασκιό στη Λέσβο (Γιαννουλέλλης, Πλωμάρι 52), καθώς και Πρασκιόν στην Κύπρο (βλ. Μενάρδ., Αθ. 18, 1906, 372-3, (γρ. Πρασκειόν), Συμεων., Ιστ. κυπρ. διαλ. 257 (γρ. Πρασκ#12όν)). Η λ. και σήμ. στον τ. προάστιο.
    α) Αγρόκτημα (για το πράγμα βλ. ODB, λ. proasteion, Du Cange, λ. προάστειον): Εάν δε ο ανήρ παραλάβει εις προίκα σπίτιν ή προάστιον, ει μεν το επαράλαβεν κατά διατίμησιν, χρεωστεί την τιμήν Νομοκριτ. 94· έδωκεν (ενν. ο ρε Τζακ) ...του μισσέρ Οτέτ Τζαζάρου το πραστίον της Ποταμίας Μαχ. 60825· β) μετόχι μονής: πρόσχες ποιμένος … δευτέραν πονηρίαν·| εις ο έχει προάστιον μακρότερον των άλλων, | … εκεί τον αποστέλλει (ενν. τον μοναχόν) (παραλ. 1 στ.) και απέκει να τον πολεμεί και απέκει να τον κάμνει Προδρ. (Eideneier) IV 534.
       
  • πρόκειμαι,
    Διγ. Z 3765, Επιθαλ. Ανδρ. Β′ 552, Gesprächb. 1202852, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 523, Λίβ. διασκευή α 4458, Ιμπ. 303, Καναν. (Pinto) 530, 534, Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 457, Μαχ. 4011, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1789‑10, Γεωργηλ., Βελ. Λ (Bakk.-v. Gem.) 636, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 975, Σκλάβ. 167, Σοφιαν., Παιδαγ. 120, Ιστ. πατρ. 1893, Προσκυν. Ιβ. 535 43, Σουμμ., Ρεμπελ. 168, Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 24, 31, 173, 201, 278, Ροδινός (Βαλ.) 79, Διγ. O 568, 1231, Προσκυν. Μπεν. 54 15532, Μπερτόλδος 36, 45, Μπερτολδίνος 106, 109, 113, 115, 117, 132, 163, 165, 166· γ́ εν. πρόσ. προκείται.
    Το αρχ. πρόκειμαι. Η μτχ. ως επίθ. και ουσ., καθώς και η λ. ως τριτοπρόσ. ελλειπτ. ρ. και σήμ.
    1) Τίθεμαι ως έπαθλο: Βίος Αλ. 5536. 2) Μεταφ. α) αποτελώ αντικείμενο λόγου ή έρευνας· (εδώ μαθημ.): Προκείσθω ημίν ζήτησις ευρέσεως των ζ/η, όπως αν και πόσα γένοιντο πέμπτα Rechenb. 201· β) είμαι παρών· υπάρχω: Μαχ. 58618. 3) (Τριτοπρόσωπ.) μέλλει να γίνει, μέλλει να συμβεί κ.: Δημήτριος δε ο Λάσκαρις ... μηδεμίαν εν νῳ βαλείν φροντίδα του προδούναι τούτους τῳ Μεχεμέτ, ει επρόκειτο Θεσσαλονίκη παραδοθήναι τοις Τούρκοις Δούκ. 15714· (με αντικ. δευτερεύουσα πρόταση): Μέθοδος του Πυροπόλου εις άνθρωπον οπού ουρεί συνεχώς και πρόκειται να γένει διαβητικός (έκδ. διαβητής) Ιατροσ. κώδ. ψπά· φρ. πρόκειται/προκείται με/μοι = μου μέλλεται, είναι το πεπρωμένο μου: Ου δύναμαι, ω Βέλθανδρε, την ξενιτειάν σου ακούσαι| καν θάνατος με πρόκειται, ύβρις καν ατιμίας Βέλθ. 57· προκείται μοι ο θάνατος Συναξ. γαδ. (Βασιλ.) 276. Η μτχ. ως επίθ. = 1) Που βρίσκεται ή τοποθετείται μπροστά σε κάπ. ή κ.: Προδρ. (Eideneier) IV 169 χφφ PK κριτ. υπ.· (μεταφ.): Λίβ. Esc. 4277, Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) O XV12. 2) Που για αυτόν γίνεται συζήτηση· συγκεκριμένος: Zygomalas, Synopsis 164 Δ 3. 3) Που προαναφέρθηκε: ταύτα λέγοντες, θέλομεν φανεί τάχα να εβγήκαμεν έξω του προκειμένου σκοπού Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 63. Το ουδ. της μτχ. ως ουσ. = 1) α) Θέμα, ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος: θέλω από του νυν να πάψω τα σε λέγω (παραλ. 2 στ.) διατί σπουδάζω να στραφώ εις το προκείμενόν μου Χρον. Μορ. H 1336· (με γεν.): επί το προκείμενον επανέλθωμεν του λόγου Σφρ., Χρον. (Maisano) 14215· (στον πληθ.): Πλατύνω την αφήγησιν, πολλά την παρασύρνω,| αλλ’ ας έλθομεν επί των προκειμένων Διήγ. Βελ. χ 470· επί τα προκείμενα της γραφής τῳ λόγῳ πορευσώμεθα προς την ζήτησιν ημών Μάρκ., Βουλκ. 34210· β) λόγος, αφορμή: ΜΠΕΡΤΟΛΔΟΣ: ... η αλουπού πολλές βολές πλάθεται να είναι άρρωστη, διά να παγιδεύσει τες πουλακίδες. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ: Εις τι προκείμενον εσύ λέγεις αυτό; Μπερτόλδος 51. 2) Μοίρα, πεπρωμένο: Φίλε μου, τά δηγήθηκα έχεις μου γροικημένα,| του αθρώπου το προκείμενο που σου έχω μιλημένα; Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 4681.
       
  • προκρίνω,
    Προδρ. (Eideneier) III 107, Καλλίμ. 39, Ελλην. νόμ. 58421‑22, Διγ. (Trapp) Gr. 101, Διγ. Z 557, Βέλθ. 150, 179, 272, 507, 758, 760, Ερμον. Η 356, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 205, Θεολ., Τζίρ. 3558, Λίβ. Esc. 4277, Αχιλλ. (Smith) N 984, 1787, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1165, Σοφιαν., Παιδαγ. 102, 109, Αιτωλ., Μύθ. (Παράσογλου) 10417, Διγ. Άνδρ. 33232, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3332, 911, Συναδ., Χρον.-Διδαχ. φ. 46v· μέσ. προκρένομαι.
    Το αρχ. προκρίνω. Η λ. και σήμ. (το ενεργ. λόγ.).
    I. Ενεργ. 1) Διαλέγω, προτιμώ (κ./κάπ.): Βέλθ. 174· προκρίνω μα τους Έρωτας να συνθαπτώ με σένα,| προκρίνω μα τας Χάριτας να σε συναποθάνω,| και σύνθαπτος να γένομαι διά την υστέρησίν σου Αχιλλ. (Smith) N 1781, 1782 κριτ. υπ. (Κριαρ., Αθ. 50, 1940, 180· βλ. και Aerts, BZ 93, 2000, 649). 2) Επιλέγω, αποφασίζω να κάνω κ.: Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 21. 3) Κρίνω, θεωρώ: Άλ. Κων/π. (Matzukis) 175. 4) Επιλέγω, αναδεικνύω κάπ. σε αξίωμα: Σωσ. 9. 5) Εξηγώ, ερμηνεύω: Λέγω: «Το μαύρον του αϊτού εις δύο το προκρίνω:| άνθρωπον μέγαν, ευγενήν και χώρας βασιλέα,| το να δεσπόζει, να κρατεί, να μονοκρατορεύει·| το μέλαν δε εικάζω το χρώμα των Αιγυπτίων ...» Λίβ. Va 2490. 6) Επιφέρω: φθόνος ... προκρίνει σοι την βλάβην Λέοντ., Αιν. (Brokkaar) O XVI5. II. (Μέσ.) διστάζω· ανησυχώ, φοβάμαι μήπως (βλ. και Lex. Chron. Mor., λ. προκρένομαι): «δέομαί σε ...,| να έχω ... τον ορισμόν αυτόν της αφεντίας σου,| κι απέκει και βοήθειαν, ...,| να απέλθω τιμητικά, ...»,| Ο ρήγας, ...| ... λέγει ...: « ... Εις τούτο εβγάνω μαρτυρίαν τον Κύριον της Δόξης| το πως είχα την όρεξιν να σε το συμβουλέψω.| Και πάλιν επροκρένομου, μη τύχει και σκοπήσεις| ότι θέλω να λείπεσαι από την συντροφίαν μου Χρον. Μορ. P 6104.
       
  • προλέγω,
    Ασσίζ. 53324, Ερμον. Ω 338, Χρον. Μορ. H 992, Βίος Αλ. 1651, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 352, Λίβ. διασκευή α 2923, Λίβ. Esc. 2787, Αχιλλ. (Smith) N 95, Μαχ. 22626, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1261, Αλεξ.2 2143, Λίβ. Va 544, Π. Ν. Διαθ. (Παναγ.)2 1317, Ιστ. πολιτ. 1011, Προσκυν. Κουτλ. 390 12836, Βεστάρχης, Στίχ. πολιτ. Ανάστ. 571, Σουμμ., Ρεμπελ. 166, Διγ. Άνδρ. 40426, Χριστ. διδασκ. 418, Ροδινός (Βαλ.) 227, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2  Πράξ. γ́ 18, κ.α.· ά πληθ. αορ. επρόπαμεν, Διγ. O 1233.
    Το αρχ. προλέγω. Η λ. και σήμ.
    1) α) Προβλέπω, προφητεύω: Μάντης ... οπού επρόλεγε τα μέλλοντα Ροδινός (Βαλ.) 171· το μεγάλον μυστήριον οπού ήτον κεκρυμμένον από των αιώνων και τώρα, εις τους ύστερους καιρούς, εφανερώθηκε εις το γένος των ανθρώπων, του οποίου την φανέρωσιν την επροείπαν όλοι οι προφήται και οι δίκαιοι Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 534· β) φανερώνω: καθώς οι κοσμικοί αφέντες θαρρεύουσι τα κρυπτά τως εκεινών απού θέλουν τους γνωρίσει πιστούς και καλούς φίλους και προλέγουσίν τως τι έχουσι να κάμουσιν, ... ούτως και ο ουράνιος Θεός εθάρρευγεν των προφητών ... το μυστήριον απού έγινεν εις την Παρθένον Μαρίαν Μορεζ., Κλίνη φ. 5r. 2) (Μτβ. και αμτβ.) προαναφέρω: Τον χρόνον εκείνον και καιρόν όπου ήλθε ο Καμπανέσης| κι επέζεψεν στην Αχαΐαν, καθώς σε το επροείπα| εις του βιβλίου τον πρόλογον ... Χρον. Μορ. H 1506· υπήγεν ο Φιλοπαππούς, καθώς επροείπαμεν, και εχαιρέτησέν την (ενν. την Μαξιμώ) και ερώτησέν την πώς τα πάγει Διγ. Άνδρ. 38532. 3) Μιλώ, κάνω λόγο για κ./κάπ.: Λοιπόν τα περί Φλώριον πάλιν ας προειπούμεν Φλώρ. 1061.
       
  • πρόνοια
    η, Σπαν. O 244, Βίος Αλ. 11, 1727, 4458, 4722, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 96, Ιστ. Ηπείρ. XII10, XXIII14, Ντελλαπ., Ερωτήμ. 541, Τζαμπλάκ. (Λαμπ.) 86, Διαθ. Αλ. 25518, Δούκ. 1498, 21524, Διήγ. Αλ. G 27610, Zygomalas, Synopsis 260 Π 6, Δωρ. Μον. XXI, Σεβήρ., Διαθ. 18912, Χίκα, Μονωδ. 174, Βελλερ., Επιστ. 534, 5412, Ιστ. Βλαχ. 1209· προνοία, Χρον. Μορ. H 1644, 1650, 1920, 2060, κ.α., Χρον. Μορ. P 1644, 1650, 1920, 1973, 2651, κ.α., Χρον. Τόκκων 140.
    Το αρχ. ουσ. πρόνοια. Για τον τ. βλ. Χατζιδ., ΜΝΕ Β́ 101-2. Η λ. και σήμ.
    1) α) Έγκαιρη σκέψη και φροντίδα για το μέλλον· προνοητικότητα: Βίος Αλ. 687, Κορων., Μπούας 61· β) φροντίδα, επιμέλεια: Πένθ. θαν.2 604, Σοφιαν., Παιδαγ. 103, Zygomalas, Synopsis 156 Γ 18· γ) (θεολ.) η φροντίδα του Θεού για τα εγκόσμια· η θεϊκή νόηση: Διγ. (Αλεξ. Στ.) Esc. 988, Σφρ., Χρον. (Maisano) 1346, Παλαμήδ., Βοηβ. 94· εκφρ. άνω/άνωθεν πρόνοια = Θεία Πρόνοια: Κατεδουλώσαμεν Ινδούς και βασιλέας τούτων (παραλ. 1 στ.) ηττήσαμεν, της άνωθεν προνοίας συμμαχούσης Βίος Αλ. 5473· Δίχως την άνω πρόνοιαν, δεν έρχονται τσ’ ανθρώπους| τόσα μεγάλα πράγματα Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1327]. 2) Έκταση γης που απέφερε ανάλογο εισόδημα και η οποία παραχωρούνταν συν. σε στρατιωτικούς ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους· τιμάριο, φέουδο (για το πράγμα βλ. Δραγ., Αθ. 26, 1914, 31, Ahrweiler, Byz. et Mer 213, Kahane, DOP 36, 1982, 137): εκείνοι οπού είχαν τες προνοίες, όπερ τους επρονοιάσαν,| διά να βασταίνουν άρματα, τον τόπον να φυλάττουν Χρον. Μορ. H 1973· Πολλά τον ευεργέτησεν ο δούκας ο αφέντης| τον Φράγκον οπού έκαμε το πράγμα όπου ακούεις·| ευεργεσίες του έδωσεν, κράτημα και προνοίες Χρον. Τόκκων 935· (προκ. για εκκλησιαστικές πρόνοιες): ουδέν ηθέλησεν (ενν. ο πρίγκιπας) ποσώς τίποτε γαρ να επάρει| από τα δίκαια των προνοίων ολών των εκκλησίων Χρον. Μορ. H 2651.
       
  • πρόρρησις
    η, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 69.
    [Το αρχ. ουσ. πρόρρησις. Η λ. και σήμ. στον τ. πρόρρηση.]
    1) Μαντεία: Ουκ έστι πρόρρησις ψευδής, αλλ’ αληθής υπάρχει Άλ. Κων/π. (Matzukis) μετά στ. 50. 2) Πρόγνωση· πρόνοια: διά πρόρρησιν Θεού και χάριν εφυλάχθη (ενν. ο Μωυσής) Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 154v. 3) Πρόλογος: Του προοιμίου πρόρρησις, ως έχει τα του κόσμου Καλλίμ. 1.
       
  • προσαγορεύω,
    Βίος Αλ. 2176, 3288, Δούκ. 40319.
    Το αρχ. προσαγορεύω. Η λ. και σήμ.
    1) α) Προσφωνώ, χαιρετίζω: Δούκ. 13321· β) απευθύνομαι σε κάπ. ως ..., τον μεταχειρίζομαι ως ...: τοις θεοίς ευχόμεθα, χρόνοις αναριθμήτοις| συ βασιλεύσεις επί γης και πάσης ταύτης άρξεις·| ου γαρ ως αιχμαλώτιδας ημάς προσαγορεύεις| τας πεπτωκυίας υπό σην μέγιστον εξουσίαν Βίος Αλ. 4078. 2) Καλώ κάπ./κ. με κάπ. όνομα· ονομάζω: Άλ. Κων/π. (Matzukis) 498.
       
  • προσανεγείρω.
    Από την πρόθ. προς και το ανεγείρω. Η λ. στον Πορφυρογέννητο (TLG, LBG).
    Ανεγείρω (ναό): εν τῳ ναῴ τῳ φεραυγεί ...| όν προσανήγειρε νεών γενέτης Ανδρονίκου Άλ. Κων/π. (Matzukis) 146.
       
  • προσαποκτέννω.
    [Από την πρόθ. προς και το αποκτέννω (βλ. λ.). Βλ. και LBG (προσαποκτένω).]
    1) Σκοτώνω επιπλέον: της μάχης γενομένης ... στερεωτέρας,| πολλούς προσαποκτέννουσιν ούτοι των Μακεδόνων Βίος Αλ. 1543. 2) Σκοτώνω, σφάζω: Οι δύο γουν, ..., Λατίνοι κατελθόντες| προς πύργον τον προς θάλασσαν ...,| πολλούς προσαποκτέννουσι των δυστυχών Ρωμαίων Άλ. Κων/π. (Matzukis) 252.
       
  • προσδειλιώ,
    Βίος Αλ. 4504, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 170, 726.
    Από την πρόθ. προς και το δειλιώ. Μτχ. προσδειλιάσας στο Κουμαν., Συναγ. ν. λέξ. Η λ. στο LBG (προσδειλιάω).
    Φοβούμαι κ. ή κάπ.: Τι πολεμείν Αλέξανδρον όλως προσδειλιώμεν; Βίος Αλ. 2602· Ο βασιλεύων δ’ Ιταλός εν πόλει Βαλδουίνος,| την των Ρωμαίων έφοδον μέγα προσδειλιάσας,| έκλεισε πύλας πόλεως Άλ. Κων/π. (Matzukis) 387.
       
  • προσδηλώ,
    Βίος Αλ. 4068, 5032.
    Η λ. στον Αριστοτέλη.
    α) Δηλώνω, φανερώνω: Τι δ΄ ήσαν τα πραττόμενα, ο λόγος προσδηλώσει Βίος Αλ. 55· β) λέω, εκθέτω: οι καδδηνάλιοι στραφέντες προς την Ρώμην| άπαντα τα γενόμενα τῳ πάπᾳ προσδηλούσιν Άλ. Κων/π. (Matzukis) 689.
       
  • προσεπιγράφω.
    Η λ. στο Θεόφραστο, στο Steph., Θησ. και τον Ευστ.· βλ. και LBG.
    Γράφω κ. επιπλέον· προσθέτω κάπ. στοιχείο (σε ένα γραπτό κείμενο) (πβ. ά. επιγράφω 2): Μετά των άλλων των πολλών κακών των γινομένων| παρ’ Ιταλών των δυσσεβών, ενός επιμνησθήναι| βούλομαι και τοις θέλουσι τούτο προσεπιγράψαι Άλ. Κων/π. (Matzukis) 288.
       
  • προσεπιδίδωμι.
    Το αρχ. προσεπιδίδωμι. Η λ. σε έγγρ. του 11. αι. (Act. Vat. I 510, 19).
    Δίνω πίσω, επιστρέφω σε κάπ. κ. (πβ. ά. επιδίδω 3): έφησεν (ενν. ο Πάπας) αυτούς ελθείν συν πάσῃ τῃ δυνάμει| μετ’ Αλεξίου του παιδός προς Κωνσταντίνου πόλιν| και την βασίλειον αρχήν αυτῴ προσεπιδούναι,| αυτήν την αδικίαν δε πατρός διεκδικήσαι Άλ. Κων/π. (Matzukis) 173.
       
  • προσλέγω,
    Προδρ. (Eideneier) IV 357, Διγ. Z 239, 2686, Βίος Αλ. 493, 2737, 2962, 5017.
    Το μτγν. προσλέγω. Μέσ. προσλέγομαι ήδη αρχ.
    α) Προσθέτω σ’ αυτά που έχω ήδη πει, λέω επιπλέον: Λοιπόν πάλιν, ω φίλτατε, προσλέξω σοι και ταύτα,| ότ’ εν εκείνῳ τῳ καιρῴ ... Διγ. Z 1637· πάλιν προς αυτούς ο Δημοσθένης έφη·| «Τοις Αθηναίοις άπασι τα πρέποντα προσείπω ...» Βίος Αλ. 2739· β) υπαγορεύω, υποδεικνύω σε κάπ. κ.: Άριστος δε τις ιατρός ... (παραλ. 1 στ.) φάρμακον καταπότιον πιείν αυτῴ προσείπε| και του νοσήματος ευθύς παντός απαλλαγήναι Βίος Αλ. 3004· γ) λέω, δηλώνω: Ψευσάμενος το πρότερον ... (παραλ. 1 στ.) ως Αλεξίου του παιδός κράτος ζωήν τε τούτου| καλώς φυλάξαι προσειπών Άλ. Κων/π. (Matzukis) 32.
       
  • προστάσσω ‑ττω,
    Ερμον. Πρόλ. 23, 37, Φυσιολ. (Zur.) XXXXIII 312, Σφρ., Χρον. (Maisano) 13212, 15617, 1682, Αξαγ., Κάρολ. Ε′ 73, 270, Ιστ. πολιτ. 255, Hagia Sophia ω 50915· προστάζω, Διγ. A 2283, Φλώρ. 139, Σουμμ., Ρεμπελ. 176 δις, 177, Μπερτολδίνος 136, Πτωχολ. B 228, 328, 406, Διγ. O 73, Διακρούσ. (Κακλ.) 43, 173, μετά στ. 462 τίτλ., 463, 745, Τζάνε, Κρ. πόλ. (Αλεξ. Στ.-Αποσκ.) 16522, 19318, 4631· προστάσσω, Καλλίμ. 886, 2402, 2409, Βέλθ. 275, 1022, Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 83, Βίος Αλ. 2538, 2968, 4252, 4356, 4403, Λίβ. διασκευή α 2264, 2502, Λίβ. Esc. 2345, Βενετσάς, Δαμασκ. Βαρλαάμ 3527, Μεταξά, Επιστ. 4728, Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [450], Έ [581], Χορ. ά́ [8], Ροδινός (Βαλ.) 72· προστάσσω ‑ττω — προστάζω, Σπαν. O 170, Λόγ. παρηγ. L 109, Λόγ. παρηγ. O 101, 308, Χρον. Μορ. H 598, 2507, Χρον. Μορ. P 6279, 6453, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 422, Οψαρ. 36224, Φλώρ. 352, Κορων., Μπούας 61, 70, 125, Θρ. Κύπρ. M 182, Μετάφρ. Δαμασκ. Βαρλαάμ 1394, Σταυριν. 573, 697, 747, Ιστ. Βλαχ. 850, 2285, 2303, 2546, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Ματθ. δ́ 6, θ́ 30, ιζ́ 18, κζ́ 58, Μάρκ. ς́ 27, Πράξ. ιή 2, Διγ. Άνδρ. 40426‑27, Εγκ. αγ. Δημ. 112246, Βακτ. αρχιερ. (Ακανθ.) 135269, Λίμπον. 441, Γέν. Ρωμ. 136, κ.α.· προστάττω, Φλώρ. 234, 1683, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 279, Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Παύλ. Κορ. Ά ζ́ 6· αόρ. απρόσταξα, Μπερτολδίνος 136· εμπρόσταξα, Μπερτόλδος 23.
    Το αρχ. προστάσσω ‑ττω. Ο τ. προστάζω στο Somav. και σήμ. Η λ. προστάσσω και σήμ. στο κυπρ. ιδίωμα (Λουκά, Γλωσσάρ., Ερωτόκρ., Γλωσσάρ. 227), καθώς και στο ΑΛΝΕ.
    1) α) Διατάζω, προστάζω: Βίος Αλ. 2985, 2408· πρόσταξε ας καβαλικεύσουσιν και ας δώσουν κονταρέας| και οίον νικήσει εις τ’ άρματα, άνδρα να τον επάρω Λίβ. Va 2103· Διγ. Z 78· εις τες τέντες των εχθρών τούς έστειλε να πάσι (παραλ. 1 στ.). Λοιπόν ως τους επρόσταξεν εκείθεν εξεβήκαν,| εις δε τες τέντες των εχθρών μετέπειτα διαβήκαν Κορων., Μπούας 115· Φλώρ. 234· επρόσταξεν (ενν. ο βασιλέας) ευθέως| να τον δώκουνε καμάρα Πτωχολ. B 119· Η βασίλισσα εθαύμασεν εις το τοιούτον έργον και αποκρίθη πως εκείνη δεν τον απρόσταξεν τοιούτον έργον Μπερτολδίνος 136· (προκ. για το Θεό και τους αποστόλους): τοσούτων ... ετών ευρίσκετο (ενν. ο Μωυσής) οπότε προσετάγη παρά Θεού εξάραι τους υιούς Ισραήλ εξ Αιγύπτου Ψευδο-Σφρ. 48631· είπεν (ενν. ο Παύλος) εις το πνεύμα: «Προστάζω σε, εν τῳ ονόματι του Ιησού Χριστού, να έβγεις απ’ αυτήν» Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ.2 Πράξ. ιστ́ 18·   β1) (προκ. για επίσημο διάταγμα· η χρ. του τ. προστάσσω και σε έγγρ. του 13. (Act. Lavr. 8975), 14. (Act. Vat. I 3155, κ.α.) και 15. αι. (Act. Lavr. 15515, κ.α.) και του τ. προστάττω σε έγγρ. του 14. αι. (Cod. Mon. Prodr. A 19239)· βλ. και Καραγ., Βυζ. διπλ.2 241 σημ. 5) θεσπίζω, ορίζω: προστάσσει και διορίζεται ήδη η βασιλεία μου απολύουσα τον παρόντα χρυσόβουλλον λόγον ..., ίνα πάντες οι Μονεμβασιώται ... απολαύωσι ... της, ης είχον προτέρας εξουσίας και δεφενδεύσεως Ψευδο-Σφρ. 5407 [= Πρόστ. Ανδρ. Γ́ 21714β2) (προκ. γενικά για νόμο φυσικό, ανθρώπινο ή θρησκευτικό) ορίζω, επιβάλλω, διατάζω: κανείς άλλος δεν ημπορεί να πει πως ν’ απεθάνει,| για να γλυτώσει εκείνονε ...| Έτσι προστάσσει ο νόμος μας, κι εις τούτο μας ορίζει Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [273]· ο ... νόμος, οπού προστάσσει,| τ’ ανδρός της πασαμιά γυνή την πίστιν να φυλάσσει Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [765]· στον ξέσκεπ’ ουρανόν πρέπει να θυσιάσουν| ’πειδή κι οι νόμοι οι άγιοι, έτσι τούτο προστάσσουν Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [296]. 2) (Προκ. για το Θεό) παραχωρώ, επιτρέπω, ευδοκώ (βλ. και Lex. Chron. Mor., λ. προστάττω): αν προστάξει ο Θεός κι επάρομεν το νίκος ... Χρον. Μορ. H 8924· αφόν επρόσταξε ο Θεός και ήφερέ την ώδε,| έπαρε, ευλογήσου την Χρον. Μορ. P 2507· αν προστάξει ο Θεός και προσκυνήσει η Κόρινθος,| όλα τα κάστρη τα έτερα ...| άνευ σπαθίου ... θέλουσιν προσκυνήσει Χρον. Μορ. H  1448. 3) Ζητώ, απαιτώ: Ω οϊμέ, γιατί μ’ επρόσταξες λίγο να σου μιλήσω,| δεν θες ν’ ακούσεις, άσπλαγχνη, τον πόνον μου τον πλήσιο; Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [353].
       
  • πρωτείον
    το, Διάτ. Κυπρ. 50823, Άλ. Κων/π. (Matzukis) 677, 681, Ριμ. Βελ. ρ (Bakk.-v. Gem.) 181.
    Το αρχ. ουσ. πρωτείον. Η λ. και σήμ. στον τ. πρωτείο και στον πληθ. πρωτεία τα.
    1) α) Πρώτη θέση, υπεροχή· πρωτοκαθεδρία: Σφρ., Χρον. (Maisano) 12016· β) (εκκλ.) η πρωτοκαθεδρία του Πάπα: να ομολογούμεν το πρωτείον του Ρωμαίων επισκόπου ... σωζομένων και των προνομίων των Πατριαρχών Ροδινός (Βαλ.) 155· γ) (εδώ προκ. για χρονική διαφορά) μεγαλύτερη ηλικία: η μήτηρ και οι αδελφοί και το πρωτείον του χρόνου ... τον κυρ Κωνσταντίνον εις βασιλέα κρίνουσι Σφρ., Χρον. (Maisano) 10020. 2) (Στον πληθ.) αρχηγοί, ηγέτες (για τη σημασ. βλ. Lampe, Lex., στη λ. 2): Ο έχων χρήματα πολλά και φρόνεσιν ουκ έχει (παραλ. 2 στ.) ομοίει γαρ αστράτευτον τινά αγγαρεμένον,| οπόταν και καθήσεται εις φοράν των πρωτείων Σπαν. (Λάμπρ.) Va 235.
       
  • πρωτόθρονος,
    επίθ., Κατάλ. οικουμ. συν. 96v, Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. (Κακ.-Πάνου) φ. 308v.
    Το μτγν. επίθ. πρωτόθρονος. Η λ. και σήμ. εκκλ.
    α) Που κατέχει τον πρώτο θρόνο, την πρώτη θέση· ο πρώτος τη τάξει: Βαρνάβας. Ο απόστολος του Χριστού, πρωτόθρονος αυτής της νήσου και κορυφή των επιλοίπων Κυπριωτών αγίων, ήτον από την Κύπρον Ροδινός (Βαλ.) 175· (ως επων. των αποστόλων Πέτρου και Παύλου· για το πράγμα βλ. και Matzukis [Άλ. Κων/π. σ. 197-8]): Ερίκος κόμης έτερος Παύλου του πρωτοθρόνου Άλ. Κων/π. (Matzukis)μεγίστης εκκλησίας| του πρωτοθρόνου και σεπτού Πέτρου του κορυφαίου Άλ. Κων/π. (Matzukis) 695· β) (εκκλ.) που κατέχει τον πρώτο τη τάξει επισκοπικό ή μητροπολιτικό θρόνο (για το πράγμα βλ. και ODB, λ. protothronos): ο ταπεινός μητροπολίτης Καστορίας Ιωάσαφ και πρωτόθρονος πάσης Βουλγαρίας Ιστ. πατρ. 1874· έδωκεν εξουσίαν του αυτού επισκόπου (ενν. του θρόνου Ιεροσολύμων) ... να είναι τέταρτος από των τριών πρωτοθρόνων Hagia Sophia ψ 61917.
       
  • σεπτός,
    επίθ., Γλυκά, Αναγ. 365, Διγ. Z 3996, Βίος Αλ. 1831, Θρ. Κων/π. (Mich.) 49, Zygomalas, Synopsis 287 Τ 12, Ιστ. Βλαχ. 2655, Ψευδο-Σφρ. 39831, 41414, 45613, Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 206, 6006.
    Το αρχ. επίθ. σεπτός. Η λ. και σήμ. λόγ.
    Σεβαστός, σεβάσμιος, που λόγω της ιερότητάς του εμπνέει ευλαβικό σεβασμό· α) (προκ. για πρόσωπα): Ομόφρων ούτος (ενν. ο Μιχαήλ Παλαιολόγος) γεγονώς μεγίστης εκκλησίας,| του πρωτοθρόνου και σεπτού Πέτρου του κορυφαίου ... Άλ. Κων/π. (Matzukis) 695· Θεού του παντοκράτορος του πάντ’ ευλογημένου| το θέλημά του να γενεί ως είναι της βουλής του| και βασιλέως μέγιστου μεγάλης της Ρωσίας (παραλ. 1 στ.) και της σεπτής βασίλισσας κυρίας της Ειρήνης Αρσ., Κόπ. διατρ. [371]· β) (προκ. για χώρους και αντικείμενα που σχετίζονται με τη χριστιανική θρησκεία και λατρεία): Ο κόσμος της Αγιάς Σοφιάς, τα πέπλα της Τραπέζας| της παναγίας, της σεπτής, τα καθιερωμένα| τα σκεύη τα πανάγια και πού να καταντήσαν; Ανακάλ. 110· βρίζουν (ενν. οι Τούρκοι) την εκκλησίαν σου και τας σεπτάς εικόνας,| και τον σταυρόν τον τίμιον υβρίζουν καταμόνας Ιστ. Βλαχ. 2651· Δώσ’ μου, Κυρία μου, σταυρόν πάλιν να προσκυνήσω| κι εις τον ναόν σου τον σεπτόν, εκεί να γονατίσω Ιωακ. Κύπρ., Πάλη (Kaplanis) 554· έκφρ. σεπτόν ποτήριον = το Ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας: έλαβε το βασίλειον (ενν. ο Ανδρόνικος), άρξας ο θηρ αδίκως·| ος παίδα τον Αλέξιον και την μητέρα τούτου| ανόμως εναπέπνιξε βρόχοις το ζην στερήσας (παραλ. 6 στ.) Ψευσάμενος το πρότερον εν όρκοις φρικαλέοις,| δείξας ποτήριον σεπτόν ένδον εν τοις αδύτοις,| ως Αλεξίου του παιδός κράτος ζωήν τε τούτου| καλώς φυλάξαι προσειπών Άλ. Κων/π. (Matzukis) 30· γ) (προκ. για τα μυστήρια της Εκκλησίας): μέσ’ από τις αγκάλες σου (ενν. Κύριε) άρπαξε (ενν. ο Μεεμέτης) τα παιδιά μας,| του διαβόλου τα ’δωσε χωρίς το θέλημά μας·| αρνήθηκαν το βάπτισμα το της υιοθεσίας,| και το σεπτόν μυστήριον της Θείας Κοινωνίας Ιστ. Βλαχ. 2538.
       

Ετυμολογία

 
  • Συντομεύσεις

























































































































































































































































































































































Ομάδα εργασίας

Ηλεκτρονικής Υλοποίηση
Κ. Θεοδωρίδης